Οι «Ασκοί του Αιόλου» της Εθνικής Κυριαρχίας

rice-saakasvilli1ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 24/8/2008.

Του Νικολάου Μόττα*.

Η πρόσφατη κρίση μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας στη βόρειο Οσετία προσφέρεται γιά εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων. Ένα πρώτο συμπέρασμα, περισσότερο από προφανές, είναι η, έπειτα από χρόνια, δυναμική επιστροφή της Μόσχας στο διεθνές διπλωματικό γίγνεσθαι. Επιπλέον, όμως, ανοίγουν σταδιακά οι “ασκοί του Αιόλου” αναφορικά με την επανεμφάνιση αυτονομιστικών (αποσχιστικών) κινημάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν σαφείς αμφισβητήσεις της εθνικής ομοιογένειας από πληθυσμιακές μειονότητες.

Η περίπτωση της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου αποτέλεσε μιά καλή αφορμή. Ήταν τότε που η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ.Κοντολίζα Ράϊς διαβεβαίωνε προς όλες τις κατευθύνσεις πως  «το Κόσοβο δεν πρόκειται να δημιουργήσει προηγούμενο γιά άλλες παρόμοιες περιπτώσεις», κάτι όμως που διαψεύστηκε πανηγυρικά με την ρωσο-γεωργιανή κρίση. Έτσι, λοιπόν, δεν ήταν δύσκολο γιά τη Μόσχα να υποστηρίξει πως αφού το Κόσοβο απέκτησε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία έτσι και οι περιοχές της βόρειας Οσετίας και Αμπχαζίας θα μπορούσαν να περάσουν σταδιακά στη ρωσική σφαίρα επιρροής, μακριά απ’ την κυριαρχία της Τυφλίδας.

Σε αυτό το σημείο γίνεται φανερό πως η πολιτική των ΗΠΑ παρουσιάζει έντονα διφορούμενα στοιχεία. Ακολουθώντας την τακτική των “δύο μέτρων και δύο σταθμών” η Ουάσινγκτον δείχνει να αντιλαμβάνεται τις περιπτώσεις των αυτονομιστικών μειονοτικών κινημάτων με εκκρεμές το οποίο κινείται αναλόγως των κατά καιρούς συμφερόντων της. Ενώ, γιά παράδειγμα, υποστηρίζει την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου, αντιτίθεται σφόδρα στην ρωσική πολιτική στην Οσετία και ενώ παίρνει, έμμεση πλην σαφή, θέση υπέρ του Θιβέτ αρνείται κατηγορηματικά να κάνει λόγο γιά τους Κούρδους της Τουρκίας και του βορείου Ιράκ. Εάν, όμως, το Κόσοβο έχει δικαίωμα στην ανεξαρτησία, τότε προφανώς ανάλογο δικαίωμα έχουν και οι αλβανόφωνοι της πΓΔΜ, οι Βάσκοι στην Ισπανία, οι βορειο-ιρλανδοί η ακόμη και οι αυτόχθονες ινδιάνοι Λακότα Σιού των κεντροδυτικών ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας, λοιπόν, κατά το δοκούν, χωρίς σεβασμό των αρχών του Διεθνούς Δικαίου (άρθρο 2, Κεφάλαιο Ι της Χάρτας του ΟΗΕ), τα μειονοτικά αυτονομιστικά κινήματα, η Ουάσινγκτον δημιουργεί δύο αρνητικά προηγούμενα: πρώτον, μειώνει σημαντικά τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να αντιμετωπίζουν τα μειονοτικά αυτά κινήματα στο πλάισιο των κανόνων της ισονομίας και ισοπολιτείας που διέπουν κάθε χώρα και δεύτερον, αναιρεί τις ίδιες τις διακυρηγμένες αμερικανικές αρχές περί δημοκρατικά σταθερών πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Διότι, εν τέλει, η με οποιονδήποτε τρόπο άκομψη ενθάρρυνση μειονοτικών αποσχιστικών τάσεων μειώνει απελπιστικά τις πιθανότητες ειρηνικής συνύπαρξης πολλών εθνοτήτων κάτω από την ίδια κρατική οντότητα.

Από τα παραπάνω θα μπορούσε να εξαχθεί το αυτονόητο συμπέρασμα πως η πολιτική της υπερδύναμης κινείται στους βασικούς άξονες του κυνικού ρεαλισμού που επιτάσει η άσκηση της διπλωματίας. Πόσο δε μάλλον τώρα που οι ΗΠΑ νιώθουν την απειλή της ανάδειξης στο διεθνές πολιτικό στερέωμα και άλλων πόλων διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως η διπρόσωπη αυτή τακτική δημιουργεί συνθήκες αποσταθεροποίησης σε περιοχές στις οποίες “υποβόσκουν” διαμάχες εθνικού χαρακτήρα, με εύλογο αποτέλεσμα να τίθεται εν’ αμφιβόλω η συνοχή τόσο των παρόντων συνόρων όσο και ευρύτερα η ίδια η έννοια της εθνικής αυτοκυριαρχίας.

*Aπόφοιτος Διπλωματικής Ακαδημίας Λονδίνου (Master in Diplomacy)