Αναφορές Προξένων προς το Υπουργείο Εξωτερικών γιά την Επανάσταση του Ολύμπου (1878)

Tο Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010, ο Διευθυντής του Ιδρύματος και υποψ. διδάκτωρ Θεολογίας κ. Δημήτριος Κουτρούλας εκφώνησε την πανηγυρική ομιλία κατά την εκδήλωση γιά τον εορτασμό της επανάστασης του Ολύμπου στο Λιτόχωρο Πιερίας. Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας με θέμα «Αναφορές Προξένων προς το Υπουργείο Εξωτερικών γιά την Επανάσταση του Ολύμπου (1878)»:

Η Επανάσταση του Ολύμπου του 1878, η οποία ξεκίνησε από τούτα τα χώματα του Λιτοχώρου, ακόμα και ύστερα από 132 χρόνια, παραμένει επίκαιρη και κατ’ αξίαν εορτάζεται με λαμπρότητα, καθώς εν ευθέτω χρόνω συνέβαλε τα μέγιστα στην απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό. Για να κατανοήσουμε, όμως, την σπουδαιότητά της, οφείλουμε να την εντάξουμε και εξετάσουμε μέσα στο γενικότερο πολιτικοστρατιωτικό και διπλωματικό σκηνικό της εποχής. Ήδη κατά τη δεκαετία του 1860 και 1870 γενικό επαναστατικό πνεύμα επικρατούσε στη χερσόνησο του Αίμου. Η αντίδραση εναντίον των οθωμανικών βαναυσοτήτων ήταν γενική και η ιδέα της ελευθερίας είχε ωριμάσει στη συνείδηση των λαών. Έτσι, παρατηρείται μια ευρεία προσπάθεια εθνικής αποκατάστασης, η οποία εκδηλώθηκε με επαναστατικά κινήματα και με την ίδρυση εταιρειών και επιτροπών, που θα προετοίμαζαν το γενικό ξεσηκωμό εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Ύστερα από πολλές προετοιμασίες ιδεολογικές και οργανωτικές των Βαλκανικών λαών, ξέσπασε η πρώτη εξέγερση το 1875 στην Ερζεγοβίνη, η οποία οδήγησε στη Βαλκανική κρίση του 1875-1878. Στη φάση αυτή, και ενώ η Βοσνία, η Ερζεγοβίνη, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο αναπτύσσουν συντονισμένη δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οδηγούν σε κρίσιμη φάση το Ανατολικό Ζήτημα, η Ελλάδα δεν δράττει της σημαντικότατης αυτής συγκυρίας και θυσιάζει τα μεγαλοϊδεατικά της σχέδια στο βωμό των Αγγλικών συμφερόντων. Εξάλλου, κάθε μία από τις 3 Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία) επιθυμούσε, κατά το δοκούν, την διατήρηση ή την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η στάση, που τήρησε κάθε ευρωπαϊκή δύναμη σ’ αυτήν την κρίση, εξαρτήθηκε από τη γενικότερη πολιτική της και από τα συμφέροντα που είχε στα Βαλκάνια. Η Αγγλία ενδιαφερόταν κυρίως για τα αποικιακά της συμφέροντα και επιθυμούσε να διατηρήσει τον έλεγχο της Μεσογείου, μέσω της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αντίρροπης δύναμης στη ρωσική διείσδυση στο μεσογειακό χώρο. Η Αυστρία πάλι επιθυμούσε να εισέλθει στα Βαλκάνια εμποδίζοντας ταυτόχρονα τη δημιουργία ενός μεγάλου Νοτιοσλαβικού κράτους. Οι δε ομόθρησκοι Ρώσοι ήθελαν να αποκτήσουν ξανά ελεύθερη δίοδο από τα Στενά του Ελλησπόντου και να τερματίσουν την απομόνωσή τους στη Μαύρη Θάλασσα. Καθοριστικό σημείο, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877, ο οποίος οδήγησε στην Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τον επόμενο χρόνο, ως συνέπεια της νίκης της Ρωσίας. Σύμφωνα με έναν από τους όρους της ιδρύθηκε η «Μεγάλη Βουλγαρία» σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, που θα περιλάμβανε την Δυτική Θράκη και ολόκληρη την Μακεδονία, εκτός από την Θεσσαλονίκη και την Χαλκιδική. Και μολονότι, κατά την περίοδο της κρίσης και κατά την έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, στο Ελληνικό Βασίλειο, οι Κυβερνήσεις παραιτούνταν διαδοχικά η μία μετά την άλλη τηρώντας ουδέτερη θέση στις ευρύτερες εξελίξεις, έντονη προπαρασκευαστική δραστηριότητα αναπτύχθηκε από άτομα και συλλόγους στην Αθήνα και σε επαρχιακές πόλεις. Σκοπός των εθνικών αυτών επιτροπών ή σωματείων ήταν η πολεμική προετοιμασία του Έθνους, ελεύθερου και υπόδουλου. Σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Επανάστασης διαδραμάτισαν οι μυημένοι στην Μακεδονία στις Επιτροπές των σωματείων «Εθνική Άμυνα» και «Αδελφότης». Επίσης, τον Ιανουάριο του 1878 συγκροτήθηκε στην Αθήνα η «Μακεδονική Επιτροπή» με μοναδική μέριμνά της την οργάνωση της επανάστασης στην Μακεδονία, αφού η Κεντρική Επιτροπή είχε την ευθύνη για την ταυτόχρονη προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία.

Ταυτόχρονα με τις επιτροπές άρχισαν να δραστηριοποιούνται κάποιοι κατά τόπους Μητροπολίτες και Πρόξενοι, με συντονιστή όλων των προσπαθειών τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδος στην Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνο Βατικιώτη. Οι διπλωματικοί υπάλληλοι, και κυρίως ο Βατικιώτης, παρακολουθώντας από κοντά τις εξελίξεις και την αναταραχή των Ελλήνων της Μακεδονίας, τόνιζαν με συνεχείς αναφορές στις Κυβερνήσεις πόσο εύκολη θα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας αν εισέβαλε εκεί τακτικός στρατός. Καθώς, όμως, η ατολμία και η αναβλητικότητα ήταν οι μόνιμες τακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, ο Βατικίωτης και οι άλλοι Πρόξενοι, με την σημαντικότατη βοήθεια των Μητροπολιτών, ξεκίνησαν την συγκέντρωση στην Θεσσαλονίκη και αλλού όπλων και πολεμοφοδίων, την οργάνωση δικτύου αγγελιοφόρων και την σύσταση επιτροπών για την συγκέντρωση χρημάτων και την προετοιμασία επαναστατικών σωμάτων. Βάσει κυρίως των πληροφοριών των Προξένων καταρτίστηκε στην Αθήνα το σχέδιο της εξέγερσης της Μακεδονίας, αλλά η έκβαση των πολιτικών γεγονότων δεν επέτρεψε την πλήρη εφαρμογή του. Αυτό προέβλεπε αποστολή από την θάλασσα στην περιοχή του Ολύμπου – Κατερίνης μεγάλου στρατιωτικού σώματος, το οποίο, αφού θα κήρυττε την επανάσταση στην περιοχή, θα συνέχιζε προς Βέροια, Νάουσα και Έδεσσα. Άλλο σώμα θα αποβιβαζόταν στην Χαλκιδική, ενώ τρίτο μεταξύ του Σταυρού και των εκβολών του Στρυμόνος. Τέλος, μικρότερες ομάδες θα ενίσχυαν τις ήδη υπάρχουσες δυνάμεις στην Δυτική Μακεδονία. Παραμονές, λοιπόν, της Επανάστασης του Ολύμπου μέσα από τις προξενικές εκθέσεις και τις ιδιωτικές επιστολές καταφαίνεται με παραστατικότητα η εθνική τραγωδία, η οποία πλησίαζε, με την Μακεδονία να κινδυνεύει να καταληφθεί από τους Σλάβους. Οι Πρόξενοι της Ελλάδας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την υπηρεσιακή διστακτικότητα και να θέσουν την Κυβέρνηση προ των εθνικών της ευθυνών. Είναι άξιο εξάρσεως το σθένος των Προξένων εκείνων, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι πλήρως την επικείμενη εθνική καταστροφή, ανέλαβαν να παρουσιάσουν τους πόθους και την αγωνία των υπόδουλων Ελλήνων ενώπιον της Κυβέρνησης.

Στην Αθήνα η Κεντρική Επιτροπή διά του Προέδρου της Παύλου Καλλιγά και του Ταμία Μιχαήλ Μελά είχε αναπτύξει στενή συνεργασία με τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και τον Χαρίλαο Τρικούπη, Υπουργούς Εσωτερικών και Εξωτερικών αντίστοιχα στην Οικουμενική Κυβέρνηση, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών της επιτροπής. Απώτερος στόχος ήταν η ταυτόχρονη εξέγερση σε Μακεδονία, Κρήτη, Θεσσαλία και Ήπειρο. Την ίδια περίοδο η «Επιτροπή των Μακεδόνων» που είχε συσταθεί τον Ιανουάριο του 1878, είχε αποστείλει ανθρώπους σε πολλά επαρχιακά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς για να στρατολογήσουν εθελοντές. Κατά την προσπάθεια αυτή, μεγάλη βαρύτητα δόθηκε στην Αταλάντη και στην Εύβοια, όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι απόγονοι των Μακεδόνων πολεμιστών της Επανάστασης του 1821. Η προθυμία αυτών να καταταγούν και να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ήταν πρωτοφανής. Οι πολεμικές προετοιμασίες, όμως, διακόπηκαν προσωρινά με την είσοδο στην Θεσσαλία και την αιφνιδιαστική ανάκληση του στρατού κατόπιν ειδοποίησης του Δραγούμη λόγω παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων. Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος αντιλαμβανόμενος ότι με την ανάκληση του στρατού από την Θεσσαλία η Ελλάδα δεν θα είχε καμία διαπραγματευτική δύναμη σε μελλοντικό Ευρωπαϊκό Συνέδριο, αποφάσισε, αντίθετα στις πιέσεις των Δυνάμεων, να προκαλέσει εξεγέρσεις στις υπόδουλες επαρχίες. Από τούδε και στο εξής αρχίζει να ενσαρκώνεται η διετής προπαρασκευαστική προσπάθεια, η οποία με γλαφυρό τρόπο παρουσιάζεται μέσα από τις αναφορές των Προξένων προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας στην Αθήνα, και κυρίως αυτών του Προξενείου Θεσσαλονίκης, όπου υπηρετούσε ως Πρόξενος ο Κωνσταντίνος Βατικίωτης.

Την 15η Φεβρουαρίου 1878 αναχωρούν από την Αττική τα ατμόπλοια «Ύδρα» και «Βυζάντιον», τα οποία μετέφεραν εκστρατευτικό επαναστατικό σώμα περίπου 550 ανδρών υπό την αρχηγία του Λοχαγού Κοσμά Δουμπιώτη, αρχηγού της στρατιάς του Ολύμπου. Ο Έλληνας Πρόξενος, όμως, με σχετική επιστολή του προς τον Υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη αναφέρει (αρ. πρωτ. 140/16-2-1878): «Πρὸ πολλοῦ διαδίδεται καὶ διαψεύδεται περιοδικῶς ἡ φήμη ὅτι πρόκειται ν’ ἀποβιβασθῶσιν ἐπαναστατικὰ στίφη καὶ εἰς τὸν Ὄλυμπον καὶ εἰς τὴν Χαλκιδικήν καὶ εἰς τάς ἐκβολὰς τοῦ Στρυμόνος. Αἱ φῆμαι αὗται ἀνησυχοῦσι τοὺς κατοίκους ἰδίως δὲ τὴν τοπικὴν Ἀρχὴν ἥτις προσπαθεῖ να λάβῃ προφυλακτικὰ μέτρα, ἐνισχύουσα κατὰ τὸ δυνατὸν τάς ἐν τῇ παραλίᾳ τῆς Χαλκιδικῆς στρατιωτικὰς φρουρὰς καὶ ἀποστέλλουσα στρατιωτικὴν δύναμιν εἰς Βέροιαν καὶ Κατερίνην, ἐνῶ ταυτοχρόνως περιπολοῦσι τὴν παραλίαν τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Χαλκιδικης ἀλληλοδιαδόχως δύο ἐνταύθα σταθμεύοντα μικρὰ ἀτμόπλοια […]». Το σώμα αποβιβάστηκε στην παραλία του Λιτοχώρου την νύχτα της 15ης – 16ης Φεβρουαρίου. Με το από 16 Φεβρουαρίου 1878 έγγραφό του προς τον Υπουργό Εξωτερικών, ο Βατικιώτης πλέον ανακοινώνει ότι (αρ. πρωτ. 141/17-2-1878): «Ταύτῃ τῇ στιγμῇ μοί ἀγγέλεται ἐκ Κατερίνης ὅτι εἰς Ἅγιον Θεόδωρον τοῦ Ὀλύμπου ἀπέβη σῶμα 550 ἀνδρῶν ἐνόπλων, ὅπερ καταλαβὸν τάς αὐτόθι Ἀρχὰς διηυθύνθη εἰς Λιτόχωρον, ὅπου οἱ κάτοικοι ὑπεδέχθησαν αὐτοὺς μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων […]». Την 19η Φεβρουαρίου 1878, ημέρα υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, υψωνόταν στο Λιτόχωρο η σημαία της ελευθερίας με ταυτόχρονη κοινοποίηση στους Προξένους της Θεσσαλονίκης προκήρυξης της «Προσωρινής Κυβέρνησης της Μακεδονίας». Με αυτή τους γνωστοποιούνταν η απόφαση των Μακεδόνων να αγωνισθούν προκειμένου να ενωθούν με την Μητέρα Ελλάδα. Η απόβαση του σώματος του Δουμπιώτη στην παραλία Λιτοχώρου προκάλεσε την γενική κινητοποίηση των κατοίκων των χωριών του Ολύμπου και των Πιερίων. Στις 21 Φεβρουαρίου σε επιστολή του ο Βατικιώτης γράφει (αρ. πρωτ. 158/21-2-1878): «Οὐδεμίαν ἄμεσον πληροφορίαν ἔχω ἐκ τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκ διαφόρων ἐμμέσων πληροφοριῶν προκύπτει ὅτι οἱ ἐπαναστάται, συμποσούμενοι νῦν εἰς δισχιλίους, κατέχουσι τὸ Λιτόχωρον καὶ τινα ὀρεινὰ χωρία τοῦ καλουμένου Παλατίου, ἔχοντες τὴν ἐμπροσθοφυλακήν εἰς τὸ Στουπί, χωρίον 3/4 ἀπέχον τῆς Κατερίνης. Ἀπέλυσαν τοὺς αἰχμαλώτους πάντας, ἀπέστειλαν προκηρύξεις εἰς τοὺς ἐν Κατερίνῃ Τούρκους, ὅτι θὰ σεβασθῶσιν τὴν τιμήν, τὴν ζωὴν καὶ τὴν περιουσίαν των καὶ μεταφέρουσι τάς οἰκογενείας ἐκ Λιτοχώρου εἰς τὴν ὀχυρὰν Μονὴν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου ἢ εἰς τὸ Μετόχιον αὐτῆς, ἐπίσης ὀχυρὸν καὶ κείμενον ὀλίγον ἀπώτερον τοῦ Λιτοχώρου ἐπὶ τῶν ὑπωρειῶν τοῦ Ὀλύμπου […]».

Σε διάστημα τριών ημερών σχηματίστηκε τοπική κυβέρνηση επονομαζόμενη «Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας», με Πρόεδρο τον Λιτοχωρίτη Ευάγγελο Κοροβάγκο. Σε επιστολή του στις 22 Φεβρουαρίου ο Έλληνας Πρόξενος αναφέρει στον Υπουργό (αρ. πρωτ. 161/22-2-1878): «Πρὸ μικροῦ (9η μ. μεσημβρίας) ἄνθρωπος ἐλθὼν ἐκ Λιτοχώρου μοὶ ἐνεχείρησε προκήρυξιν τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως τῆς Μακεδονίας τὴν ὁποίαν λαμβάνω τὴν τιμὴν να διαβιβάσω πρὸς Ὑμᾶς, διὰ τοῦ ἀναχωροῦντος τὴν νύκτα ταύτην ἰταλικοῦ ἀτμοπλοίου. Ὁ Πρόεδρος Κος Κοροβάγκος εἶναι εἷς τῶν ἐγκριτοτέρων καὶ νουνεχεστέρων κατοίκων τοῦ Λιτοχώρου πολλῆς ἀπολαύων αὐτόθι καὶ ἐν Κατερίνῃ ὑπολήψεως […]». Και μολονότι από τις πρώτες ημέρες το Λιτόχωρο, τα χωριά του Ολύμπου και το Φρούριο του Πλαταμώνα περιήλθαν στα χέρια των επαναστατών, η Κατερίνη παρέμενε υπό τον έλεγχο των Οθωμανών. Προφανώς λόγω κακών υπολογισμών ο Δουμπιώτης ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την παράδοση της κωμόπολης αυτής, αν και είχε αντιληφθεί ότι οι Οθωμανοί της Κατερίνης και ο Νικόλαος Μπίτσος, αδελφός του διερμηνέα του Αγγλικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, προσπαθούσαν διά της οδού αυτής να κερδίσουν χρόνο, έως ότου φθάσουν ενισχύσεις του οθωμανικού στρατού. Ωστόσο η επανάσταση δεν άργησε να εξαπλωθεί και στον Κολινδρό, όπου ο δραστήριος Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, με την σύμπραξη των οπλαρχηγών Βαγγέλη Χοστέβα και Παναγιώτη Καλογήρου ύψωσαν την σημαία της Επανάστασης, γενικεύοντάς την έτσι στην ευρύτερη περιοχή. Η σχετική επιστολή του Βατικίωτη αναφέρει (αρ. πρωτ. 173/27-2-1878): «Ἀξιόπιστοι ἄνθρωποι ἐλθόντες χθὲς ἐκ Κολινδροῦ βεβαιοῦσιν ὅτι οἱ τῶν πέριξ τοῦ Κολινδροῦ χωρίων κάτοικοι καταλιπόντες τὰ χωρία των συνεκεντρώθησαν ἐντὸς τοῦ Κολινδροῦ. Ἀποστείλαντες δὲ τάς οἰκογενείας πάσας καὶ τάς τοῦ Κολινδροῦ εἰς ὀρεινότερα μέρη ὓψωσαν αὐτοὶ τὴν σημαίαν τῆς Ἐπαναστάσεως ἐντὸς τοῦ Κολινδροῦ ὀχυρωθέντες ἐκ τοῦ προχείρου ἐντὸς αὐτοῦ, ἕτοιμοι ν’ ἀποκρούσωσι τὸν καθ’ αὐτῶν ἀποσταλέντα στρατόν […]». Μελανό σημείο της όλης προσπάθειας στον Κολινδρό, η ανεπάρκεια σε οπλισμό, που οδήγησε εκατοντάδες χωρικούς να επιστρέψουν άοπλοι και άπραγοι στις οικίες τους. Κατά συνέπεια, στερούνταν η Επανάσταση πολύτιμου και ικανού ανθρώπινου δυναμικού.

Η μη έγκαιρη κατάληψη της Κατερίνης από τους επαναστάτες, η έλλειψη αρκετού οπλισμού και η αψυχολόγητη διάσπαση του στρατεύματος από τον Δουμπιώτη για να εκστρατεύσει στην μακρινή Τόχοβα, άντρο των Κιρκασίων, οι οποίοι καταδυνάστευαν επί μακρόν τους χωρικούς, απέβησαν μοιραία σφάλματα τακτικής. Η οθωμανική Διοίκηση Θεσσαλονίκης διά του στρατηγού Ασάφ Πασά έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο για την καταστολή της επανάστασης. Το πλήγμα για τους επαναστάτες ήταν διττό: διά ξηράς και θαλλάσης στην περιοχή της Κατερίνης και μέσω οθωμανικών αποσπασμάτων από την Θεσσαλία στα νότια. Έτσι, την νύχτα της 3ης προς 4η Μαρτίου το Λιτόχωρο έμεινε ανυπεράσπιστο στην καταστροφική μανία της οθωμανικής λαίλαπας και πυρπολήθηκε σχεδόν ολοσχερώς. Η απώλεια του κέντρου της Επανάστασης αυτής επέφερε κατακόρυφη πτώση του ηθικού των εθελοντών και χωρικών, και παράλληλα στέρησε τους επαναστάτες πολύτιμων πολεμοφοδίων, τα οποία κατασχέθηκαν από τους κατακτητές. Η πυρπόληση του Λιτοχώρου σήμανε το τέλος της Επανάστασης, η οποία στην συνέχεια έλαβε μορφή ανταρτοπόλεμου. Τα οθωμανικά στρατεύματα, σαφώς ανώτερα, άρχισαν να καταλαμβάνουν και να πυρπολούν τα επαναστατημένα χωριά, τρέποντας σε φυγή τους επαναστάτες, οι οποίοι παρόλα αυτά σημείωσαν κάποιες τοπικές επιτυχίες σε συμπλοκές κατά την αποχώρησή τους. Με δύο επιστολές στις 8 και 12 Μαρτίου ο Γενικός Πρόξενος της Θεσσαλονίκης ενημερώνει και βεβαιώνει τον Θεόδωρο Δηλιγίαννη για την άλωση του Λιτοχώρου ̇ (αρ. πρωτ. 204/8-3-1878): «Οἱ ἐνταῦθα Κοι Κοι Πρόξενοι τῆς Ἀγγλίας, Αὐστρίας καὶ Ἰταλίας, πληροφορηθέντες ὅσα ἀνήνεγκον ὑμῖν χθὲς περὶ τῆς ὑπὸ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ἁλώσεως, λεηλασίας καὶ πυρπολήσεως τοῦ Λιτοχώρου, τῆς διαρπαγῆς τῶν ζῴων ὑπὸ τῶν Κιρκασίων καὶ τοῦ κινδύνου ὅν διέτρεχον τὰ γυναικόπαιδα τὰ ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου εὐρυσκόμενα, οὐ μόνον ἐτηλεγράφησαν εἰς τάς ἐν Κωνσταντινουπόλει Πρεσβείας των καὶ ἀνήνεγκον εἰς τάς προϊσταμένας αὐτῶν Ἀρχὰς […]. Χθὲς τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον ἐν ἐκτάκτῳ συνεδριάσει ἀπεφάσισε ν’ ἀποσταλῶσι εἰς Λιτόχωρον καὶ Κολινδρὸν δύο Ἐπιτροπαὶ ἐκ Χριστιανῶν ὅπως παροτρύνωσι τοῖς ἐν Ἐπαναστάσει νὰ προσέλθωσιν, ὑποσχόμενοι αὐτοῖς ἀμνηστείαν […]» ̇ και (αρ. πρωτ. 210/12-3-1878): «Οὐδεμία πλέον ὑπολείπεται ἀμφιβολία ὅτι τὸ Λιτόχωρο ἐγκαταλειφθὲν ὑπὸ τῶν ὀλιγίστων ἐπαναστατῶν τῶν ἐν αὐτῷ εὑρισκομένων κατὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ἐλεηλατήθη ὑπὸ τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων καὶ παρεδόθη ὁλόκληρον εἰς τὸ πῦρ, ἐξαιρέσει μιᾶς ἐκκλησίας καὶ ὀλιγίστων οἰκιῶν […]». Τελικά, στις 19 Απριλίου 1878 με την μεσολάβηση των Άγγλων Προξένων αποφασίσθηκε η διακοπή των εχθροπραξιών και εντός ολίγου οι κατατρεγμένοι εθελοντές επέστρεψαν στο ελεύθερο ελληνικό Βασίλειο. Μεταξύ αυτών ήταν ο Δουμπιώτης και ότι είχε απομείνει από το στράτευμά του, ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και ο Πρόεδρος της «Προσωρινής Κυβέρνησης της Μακεδονίας» Ευάγγελος Κοροβάγκος, με αρκετούς μακεδόνες πρόσφυγες. Ο αγώνας του Ολύμπου είχε πλέον λήξει.

♦ ♦ ♦ ♦

Αν θέλουμε, λοιπόν, να κάνουμε έναν συνολικό απολογισμό της Επανάστασης του Ολύμπου του 1878 οφείλουμε να σταθούμε και στους λόγους της αποτυχίας της Επανάστασης. Αυτή πρέπει να αποδοθεί πρωτίστως στην πολιτική που ακολούθησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1875 και εξής, οι οποίες όχι μόνο δεν παρείχαν την αναμενόμενη και οφειλόμενη υποστήριξη, αλλά αντιθέτως προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να καταστείλουν την προετοιμασία του αγώνα. Επίσης, η μη ταυτόχρονη με την αποστολή του σώματος του Δουμπιώτη προώθηση ικανού αριθμού όπλων και πολεμοφοδίων για τον εξοπλισμό των ντόπιων, αλλά και η μη ταυτόχρονη εξέγερση της Χαλκιδικής, γεγονός που επέδρασε δυσμενώς στην διεξαγωγή των επιχειρήσεων στον Όλυμπο. Όσον αφορά την «Μακεδονική Επιτροπή» θα πρέπει να καταχωρηθεί στο παθητικό της, αλλά και του Δουμπιώτη, η μη διάθεση μικρού τμήματος εθελοντών προς ενίσχυση και καθοδήγηση των επαναστατών της Δυτικής Μακεδονίας. Διότι η εγκατάλειψή τους απέβη καταστρεπτική όχι μόνο για την έκβαση της Επανάστασης του Ολύμπου, αλλά και ολόκληρου του αγώνα στην Θεσσαλία, ίσως και στην Ήπειρο. Εκτός από τα στρατηγικής φύσεως σφάλματα και τις όποιες αδυναμίες, σημειώθηκαν και λάθη τακτικής, τα οποία επιτάχυναν την κατάρρευση της εξέγερσης του Ολύμπου. Μεταξύ αυτών ήταν η μη εξασφάλιση γραμμής ανεφοδιασμού από την ξηρά ή την θάλασσα, η έλλειψη ταχείας επικοινωνίας με την Αθήνα, η διάσπαση του σώματος του Δουμπιώτη προς επίτευξη σκοπών ήσσονος σημασίας, αλλά και η εγκατάλειψη του Λιτοχώρου άνευ φρουράς. Επίσης, στις προβλέψεις δεν υπήρχε σχέδιο για την κατάληψη της Κατερίνης, δεδομένου ότι ο Δουμπιώτης είχε εγγυηθεί την τιμή και την υπόληψη των Οθωμανών. Τα σφάλματα αυτά μαρτυρούν την ανυπαρξία εκ των προτέρων επιτελικού σχεδίου που θα καθόριζε τους αντικειμενικούς σκοπούς των επαναστατικών σωμάτων, ο δε Δουμπιώτης δεν φαίνεται να ήταν προετοιμασμένος για την διεξαγωγή ανορθόδοξου αγώνα, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Παρόλα τα λάθη και τις παραλήψεις πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής φύσεως, η Επανάσταση του 1878 καθιερώθηκε ως ορόσημο στην ιστορία του Μακεδονικού Ελληνισμού. Τότε διεξήχθη η τελευταία μάχη των Μακεδόνων κατά των Οθωμανών και ξεκίνησε η ανελέητη σύγκρουση με τον βουλγαρικό επεκτατισμό για να κορυφωθεί κατά τα έτη 1904-1908. Υπήρξε ευτύχημα για τον ελληνισμό ότι οι αγώνες του 1878 άφησαν πίσω τους ικανά σπέρματα επαναστατικού και αρματολικού βίου εντός της Μακεδονίας, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η άμυνα του ελληνισμού της περιοχής μέχρις ότου αρχίσουν να αφικνούνται στην νότιο Ελλάδα τα εθελοντικά σώματα, τα οποία, από κοινού με τις τοπικές δυνάμεις, δημιούργησαν το έπος του Μακεδονικού Αγώνα.

Δημήτριος Κουτρούλας, Ιστορικός, Υπ. Διδάκτωρ Θεολογίας Εθν. Καποδ. Πανεπιστημίου Αθηνών.