«Η παγκοσμιοποίηση στον Κόσμο της Ορθοδοξίας»

  • Σε Διεθνές Συνέδριο στο Τμήμα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου Μπιαλύστοκ της Πολωνίας, 26 Μαΐου ε.έ.
  • Υπό την Αιγίδα του Αρχιεπισκόπου Βαρσοβίας, Προκαθημένου της Εκκλησίας της Πολωνίας, ως Προέδρου του Τμήματος, κ.κ. Σάββα

Ανακοινώσεις, ενώπιον πυκνού ακροατηρίου και εκπροσώπων των Τοπικών Πολιτικών και Εκκλησιαστικών Αρχών, έκαμαν ο Μακαριώτατος κ.κ. Σάββας και Καθηγητές λαϊκοί και κληρικοί των Πανεπιστημίων Βαρσοβίας και Μπιαλύστοκ. Εκ μέρους της Ελληνορθόδοξης Θεολογίας προσκλήθηκαν και εισηγήθηκαν για το θέμα οι: Αθανάσιος Αγγελόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος του Ιδρύματος Εθνικού & Θρησκευτικού Προβληματισμού Θεσσαλονίκης (Ι.Ε.Θ.Π.) και ο Γρηγόριος Λιάντας, Δρ. Θεολογίας, Επ. Καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, Αντιπρόεδρος Ι.Ε.Θ.Π.

Ο Μακαριώτατος Σάββας επισήμανε επιλέξει: «η Ευρώπη βασίζεται στα χριστιανικά θεμέλια και στην εθνική πολυπολιτισμικότητα» ˙ «οι χριστιανικές ρίζες έκαμαν την Ευρώπη πολιτισμένη και πνευματική ήπειρο» ˙ «είναι μεγάλο κρίμα που η σημερινή Ευρώπη λησμονεί αυτή την αλήθεια και υπόκειται στην επιρροή όμοια με εκείνη της εποχής του πύργου της Βαβέλ και αυτό συμβάλλει στην στρέβλωση του πιο πολύτιμου δώρου που κατέχει».

Ο κ. Αγγελόπουλος μίλησε με θέμα: «Η παγκοσμιοποίηση στην διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Ζήτημα», ο δε κ. Λιάντας με θέμα: «Η δημοκρατία κατά την έννοιαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Οι Ανακοινώσεις προκάλεσαν ενδιαφέρουσες συζητήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα και σ’ άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης, σε σχέση με τις κοινωνικές και πνευματικές επιπτώσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ο Μακαριώτατος, κατ’ εντολή του Συνεδρίου, θα αναλάβει πρωτοβουλίες ενημερώσεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, στέλνοντας τα Πρακτικά του Συνεδρίου και εισηγούμενος τις δικές του σκέψεις και προτάσεις επί του ζητήματος, κατά την τάξη.

Με την ευκαιρία, ο Μακαριώτατος δεξιώθηκε εγκάρδια την Ελληνική Αποστολή στα Δώματα της Αρχιεπισκοπής και της Ι. Συνόδου στην Βαρσοβία και την οδήγησε ο Ίδιος στα Ιερά Προσκυνήματα-Προπύργια της Ορθοδοξίας στην Πολωνία, στην Γκραμπάρκα, στο Σουπράσλ, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης στο Σάκι, όπου η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Δημητρίου, του 18ου αι., που μετανάστευσε με περιπετειώδη  τρόπο από την Ανατολή στην Δύση, εδώ στην Πολωνία. Την Κυριακή ο Μακαριώτατος προέστη Θ. Λειτουργίας στον Ι. Ν. Ιωάννου του Βαπτιστού στο Χαϊνούβκα και έθεσε τον θεμέλιο λίθο ενός νέου ναού στη μνήμη των Νεομαρτύρων Ορθοδόξων Χριστιανών Πολωνών του Χολμς και Ποντλάσκι, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η περίοδος μεγάλου φανατισμού του Ρωμαιοκαθολικισμού επιτόπου εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας. Εν τω μεταξύ έγιναν επισκέψεις σε περικαλλείς ναούς στο Μπιαλύστοκ (Ι.Ν.Αγ.Πνεύματος, με μοναδικό καμπαναριό-κόσμημα,73 μ., και Μικρά Αγία Σοφία) και στην Χαϊνούβκα (Ι.Ν.Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Ι.Ν.Ιωάννου του Βαπτιστού), ωραιότατα έργα όχι μόνο της λατρείας αλλά και της τέχνης. Με την ευκαιρία να πληροφορήσουμε τους διαδικτυακούς αναγνώστες ότι ο πληθυσμός της Πολωνίας είναι 37 εκατομμ., τα οποία θρησκευτικά κατανέμονται ως εξής: Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία 97%, Ορθόδοξη Εκκλησία 2%, Ευαγγελικοί, Ουνίτες, Εβραίοι και λοιποί 1%. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας σήμερα, με τις πρωτοβουλίες του Μακαριωτάτου, βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης καρποφορίας, με επίκεντρο τον οικοδομικό οργασμό ναών στις πόλεις και στα χωριά. Οι κληρικοί της Εκκλησίας αυτής είναι στην πλειοψηφία τους νέοι και μορφωμένοι. Αισθητή, επίσης, είναι η παρουσία νεολαίας στις ακολουθίες των εκκλησιών και σ’ άλλες πνευματικές εκδηλώσεις. Ο Μακαριώτατος είναι φίλος και λάτρης της Ελλάδος στα εκκλησιαστικά και επιστημονικά θέματα. Ένεκα τούτων τιμήθηκε με τον τίτλο του Επιτίμου Διδάκτορος το 2002 από το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Image

Υποδοχή της ελληνικής αντιπροσωπίας στην Αίθουσα της Ι. Συνόδου στην Αρχιεπισκοπή Βαρσοβίας

Image

Η έναρξη του Συνεδρίου στο Μπιαλύστοκ έγινε από τον Μακαριώτατο κ. Σάββα

Image

Μέρος του ακροατηρίου του Συνεδρίου

Image

Στιγμιότυπο από την ομιλία του Καθηγητού Πανεπιστημίου & Προέδρου του Ι.Ε.Θ.Π. Αθ. Αγγελοπούλου στο Συνέδριο

Image

Στιγμιότυπο από την ομιλία του Επ. Καθηγητού της Α.Ε.Α.Θ. & Αντιπροέδρου του Ι.Ε.Θ.Π. Γρ. Λιάντα στο Συνέδριο

Image

Η έδρα του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου Μπιαλύστοκ, όπου πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο

Image

Ο Ι.Ν.Ιωάννου του Βαπτιστού στην Χαϊνούβκα

Image

Εν αναμονή του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας. Στην είσοδο διακρίνει κανείς το «Εις πολλά έτη Δέσποτα».

Image

Στην Κυριακάτικη Θ. Λειτουργία στον Ι.Ν.Ιωάννου του Βαπτιστού στην Χαϊνούβκα προέστη ο Μακαριώτατος

Image

Χαιρετισμός του Προέδρου του Ι.Ε.Θ.Π.

Image

Image

Μοναδικό σε ομορφιά το ψηφιδωτό τέμπλο του ναού

Image

Image

Στιγμιότυπο από την υποδοχή του Μακαριωτάτου στον χώρο της θεμελίωσης του ναού

Image

Κατά την τελετή της θεμελίωσης του Ι.Ν. των Νεομαρτύρων Ορθοδόξων Πολωνών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Image

Image

Image

Image

Image

Ο Ι.Ν. Αγίας Τριάδος στην Χαϊνούβκα

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Ο Ι.Ν. Αγίας Σοφίας στο Μπιαλύστοκ

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Η είσοδος της Ι. Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Σουπράσλ

Image

Το Καθολικό της Ι. Μονής του Σουπράσλ, το οποίο είχε ολοκληρωτικά καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Image

Το υπό κατασκευή ακόμα εσωτερικό του Καθολικού

Image

Η ελληνική αντιπροσωπία με τον Ηγούμενο της Ι. Μονής Αρχιμ. Ανδρέα

Image

Ο Ι.Ν. Αγίου Πνεύματος στο Μπιαλύστοκ με καμπαναριό 73 μ.

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Ο Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου της ομώνυμης Μονής στο Σάκι

Image

Το εσωτερικό του ναού, όπου και η θαυματουργή εικόνα του Αγίου Δημητρίου (δεξιά)

Image

Ο Μακαριώτατος Σάββας με τον Ηγούμενο της Μονής Αρχιμ. Τιμόθεο, την ελληνική αντιπροσωπία και την αδελφότητα

Image

Το Καθολικό της Ι. Μονής Μάρθας & Μαρίας στην Γκραμπάρκα

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Χιλιάδες οι σταυροί-τάματα που μεταφέρουν οι πιστοί στην Μονή. Μεταξύ των σταυρών διακρίνονται αυτοί από τις επισκέψεις Πατριαρχών και Προκαθημένων, όπως του Οικουμενικού Πατριάρχου ΚΠόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου (2010), του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄ (2009), του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών & πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου (2003) και του Σεβ. Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης & Καμπανίας κ. Παντελεήμονος (2005).

Image

Ο Ι.Ν. Μαρίας Μαγδαληνής στο Σλόχυ Αννοπόλσκιε

Image

Ο Καθεδρικός Ναός Αγίου Νικολάου στο Μπιαλύστοκ

Image

Ο Τσαρικός-Αυτοκρατορικός Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στην Μπιαλοβέζα

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Ο Καθεδρικός Ι.Ν. Μαρίας Μαγδαληνής στην Βαρσοβία

Image

Ο Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου στην Χαϊνούβκα

Image

Το εσωτερικό του ναού

Image

Από την επίσκεψη στα σύνορα της Πολωνίας με την Λευκορωσία

Image

Η κεντρική πλατεία της Παλιάς Πόλης της Βαρσοβίας

Image

Βαρσοβία. Το Βασιλικό Ανάκτορο στην Παλιά Πόλη.

Image

Βαρσοβία. Τμήμα των τειχών της Παλιάς Πόλης.

Image

Βαρσοβία. Ο ποταμός Βιστούλας διασχίζει την πόλη, όντας ο μεγαλύτερος ποταμός που εκβάλει στην Βαλτική με μήκος 1.047 χιλίομετρα.

Διεθνές Συνέδριο του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου Βαρσοβίας-Μπιαλύστοκ, υπό την Αιγίδα του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας, Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Βαρσοβίας κ.κ. Σάββα, στις 26 Μαΐου 2012, με γενικό θέμα: «Το Άγιον Πνεύμα και η επίδρασίς του εν τω κόσμω της παγκοσμιοποιήσεως»

Ανακοίνωση Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Βαρσοβίας, Προκαθημένου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Πολωνίας

κ. κ. Σάββα

 Σεβάσμια Ομήγυρη!

Ανοίγω το Διεθνές Συνέδριο, που διοργανώνεται, για δέκατη τρίτη φορά, από το Τμήμα της Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μπιαλύστοκ.

Εις το όνομα του Θεού εγκαρδίως καλωσορίζω όλους τους Συνέδρους. Κατά τον ειδικό τρόπο θα ήθελα να καλωσορίσω τους φιλοξενούμενούς μας από την Ελλάδα, από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, στα πρόσωπα: του Καθηγητού κ. Αθανασίου Αγγελόπουλου, του Καθηγητού κ. Γρηγορίου Λιάντα και του Υπ.Δρ.Θεολογίας και Δ/ντού Ι.Ε.Θ.Π. κ. Δημητρίου Κουτρούλα.

Το θέμα της σημερινής συνάντησής μας είναι «Το Άγιον Πνεύμα και η επίδρασή του στον κόσμο παγκοσμιοποίησης».

Τέλη του Κ΄ και η αρχή του ΚΑ΄ αιώνα έφεραν στον κόσμο πολλές νέες προκλήσεις – θετικές –, αλλά πολύ περισσότερο αρνητικές. Είναι γνωστές για μας και ανησυχούν εμάς τους Χριστιανούς. Εν συντομία μπορούν να εκφραστούν ως εξής: η λεγόμενη εκκοσμίκευση και ο φιλελευθερισμός δέχεται το νόημα της χριστιανικής πίστης, κατά το ειρωνικό τρόπο και την αμφισβητεί, καταστρέφει τους υγιούς κανόνες της ζωής, συμπεριλαμβανομένων και των θρησκευτικών και εθνικών εκδηλώσεων. Και αυτό εμάς τους Χριστιανούς ανησυχεί. Επειδή έχουμε την συνείδηση ότι τα έθνη της Ευρώπης είχαν συμπεριληφθεί στην ιστορία αυτών μέσω της διδασκαλίας του Ι. Ευαγγελίου, και με αυτόν τον τρόπο αυτά έγιναν χριστιανικά έθνη, με πλούσιο πνευματικό πολιτισμό, φιλοσοφική σκέψη, οικονομική, κλπ.

Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη, από την στιγμή της ίδρυσής της, βασίζεται στα χριστιανικά θεμέλια και στην εθνική πολυπολιτισμικότητα. Οι αξίες αυτές κατά τη διάρκεια των αιώνων διαμόρφωναν και εμπλούτιζαν τη ζωή των εθνών της Ευρώπης και θα πρέπει να είναι αδιασάλευτες και σήμερα. Αυτές αποτελούν την εγγύηση της σωστής ανάπτυξης των εθνών και μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη της επιτυχίας κατά τις διαδικασίες της ολοκλήρωσης. Ακριβώς ο Ιησούς Χριστός έστειλε τους Αποστόλους σε όλα τα έθνη, και το Άγιον Πνεύμα κάλεσε τα έθνη στην ενότητα εν πολυμορφία με τον πλούτο των γλωσσών και των πολιτισμών. Αυτή η αλήθεια, που έχει την αρχή της στο θαύμα της Πεντηκοστής, μεταμόρφωσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη χριστιανική κοινότητα της Ευρώπης. Ορθόδοξες χώρες, βασιζόμενες πάνω στις αναλλοίωτες χριστιανικές αξίες, προσφέρουν στην Ευρώπη την ενθαρρυντική προοπτική για την επιτυχία της ολοκλήρωσης. Ακριβώς οι χριστιανικές ρίζες έκαμαν την Ευρώπη πολιτισμένη και πνευματική ήπειρο.

Είναι μεγάλο κρίμα που η σημερινή Ευρώπη λησμονεί αυτή την αλήθεια και υπόκειται στην επιρροή όμοια με εκείνη της εποχής της κατασκευής του πύργου της Βαβέλ. Και αυτό συμβάλλει στη στρέβλωση του πιο πολύτιμου δώρου που κατέχει.

Οι ιστορικές αλλαγές, που έλαβαν χώρα, συνεχίζονται και σήμερα και επιτείνονται. Ως εκ τούτου, ως Χριστιανοί, μαζί με τον Απ. Παύλο θα πρέπει να βοούμε δυνατά: «ὅτι ὥρα ἤδη ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» (Ρωμ. ιγ΄,1).

Η κουρασμένη κοινωνία της Ευρώπης έχει ανάγκη επιστροφής στην Ιερά Παράδοση, στους Αποστόλους, στο ιδεώδες των Αγίων Πατέρων, στο μυστικισμό, στην άσκηση και στην υγιή λειτουργική ζωή.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ τα λόγια του Τσίπριαν Κάμιλ Νόρβιντ (Cyprian Kamil Norwid): «Το μέλλον είναι το σήμερα – μόνο που λίγο μπροστά. Αλλά για να μετρήσει κανείς τον δρόμο με το μέλλον, είναι απαραίτητο να θυμάται, από που έχει ξεκινήσει». Στα λόγια αυτά περιέχεται βαθιά αλήθεια της ύπαρξής μας πάνω στη γη. Και αυτό είναι που πρέπει να το θυμόμαστε. Απόδειξη τούτου είναι η ιστορία. Αυτή μαρτυρεί ότι η Αγ. Γραφή καθόρισε τους νόμους της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπότητα έχει σωτηριολογικές ιδιότητες. Η πίστη είναι ο θεμελιώδης κανόνας. Αυτή βοηθά τον άνθρωπο να μην πλανάται μέσα στο χάος της ιστορίας και να έχει τη δυνατότητα να διακρίνει τα καλά και θετικά γεγονότα από τα κακά.

Ο ενσαρκωθείς, σταυρωθείς και αναστηθείς Χριστός είναι το κέντρο και ο στόχος ολόκληρης της ιστορίας, και το πλήρωμα των μελλόντων – Εσχατολογίας. Αυτός είναι η αρχή και το επίκεντρο της Εκκλησίας και της Ιστορίας. Έτσι, η ιστορία όλης της κτίσεως είναι καθορισμένη από την ενσάρκωση του Σωτήρα. Αυτός είναι το πλήρωμα και η τελειότητα παντός του δημιουργηθέντος όντος. Στον Ιησού Χριστό είναι συγκεντρωμένη και η σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης και του κόσμου. Αυτός είναι η καρδιά της. Αυτός έγινε η ζύμη του Ευαγγελίου που απελευθερώνει την ιστορία από τους περιορισμούς της και το θάνατο. Με τον τρόπο αυτό ο Χριστός εισάγει όλη την ιστορία σε μια νέα εποχή της εσχατολογικής Βασιλείας. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα είναι αυτό, το οποίο επικαιροποιεί το έργο της σωτηρίας μέσα στην ιστορία και το κατευθύνει προς την εσχατολογική πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού. Το Άγιον Πνεύμα είναι αυτό, που απελευθερώνει την ιστορία από τους περιορισμούς, από το θάνατο, και εισάγει, μέσω της Εκκλησίας, στο σύμπαν τη Θεία χάρη και την αθάνατη ζωή του Νέου Αιώνος. Χάρις στο Άγιον Πνεύμα η Βασιλεία του Χριστού άρχισε μαζί με την Εκκλησία Του στη γη, στην ιστορία. Συνεχίζεται χάρις σε Αυτόν – τον Παράκλητο (Ιωάν. ιδ΄,26). Ακριβώς το Άγιον Πνεύμα είναι αυτό, που ενώνει όλους με το Χριστό και τον ένα με τον άλλον. Η Εκκλησία είναι η ζύμη νέας ζωής στην ιστορία, και η Ευχαριστία Της είναι «το φάρμακον της αθανασίας». Και μόνο με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτεται η Βασίλεια του Χριστού, μέσω της Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο στο σύμπαν εισέρχεται ένας νέος Αιών την αιώνιας ζωής και το μεταμορφώνει. Δια τον λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ακούμε: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν, σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα, καὶ διὰ πάντα».

Η δράση του Αγίου Πνεύματος περιλαμβάνει την Εκκλησία και το σύμπαν ολόκληρο. Χάρις σε Αυτό είναι δυνατή η συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο. Αυτό κάνει την αλήθεια του Ευαγγελίου να είναι παρούσα στον κόσμο. Και αυτή η παρουσία αποτελεί τη βαθύτερη διάσταση του Τριαδικού Θεού.

Ο άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός γράφει: «ἐγὼ μὲν φρίττω τὸν πλοῦτον ἐννοῶν τῶν κλήσεων: πνεῦμα Θεοῦ λέγεται, πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, πνεῦμα Κυρίου, αὐτὸ Κύριος· πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας. ἄλλων δὲ ἀλλαχοῦ νενεμημένων, ᾧ δηλοῦται τὸ ἀπερίγραπτον».

Η κατανόηση της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο «πνεῖ ὅπου καὶ ὅπως θέλει» μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του.

Υπό το φως των επιπτώσεων του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, θα παρουσιαστεί και το θεματολόγιο του σημερινού Συνεδρίου και θα καλύψει έννοιες όπως: ανθρωπολογία, εκκοσμίκευση, δημοκρατία, θρησκευτική ελευθερία, ανεξαρτησία μαζί με μία προσπάθεια να δειχθεί το τι η Ευρώπη παρέλαβε από τον Χριστιανισμό, και τι προσφέρει σήμερα αυτή στον Χριστιανισμό σε αντάλλαγμα.

Τέλος, αξίζει να υπενθυμίσουμε για ακόμη μια φορά τα λόγια του Απ. Παύλου: «τὸ πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α΄ Θεσ. ε΄,19). Διότι αυτά μαρτυρούν ότι η φυσική φλόγα μπορεί να εξασθενίσει, αλλά στην πνευματική ζωή καίγεται αυτή συνεχώς και ενισχύει τον άνθρωπο ως άτομο καθώς και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ως εκ τούτου: «τὸ πνεῦμα οὐ σβέννυμεν, ὃ δὲ καλὸν τοῦτο κατέχωμεν». 

(Μετάφραση: Jerzy Betlejko)

* * * *

Ανακοίνωση

Αθανασίου Αν. Αγγελοπούλου, Καθηγητού Πανεπιστημίου, Προέδρου Ιδρύματος Εθνικού & Θρησκευτικού Προβληματισμού (Ι.Ε.Θ.Π.) – Καριπείου Μελάθρου Θεσσαλονίκης, με θέμα:

«Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ στην διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Ζήτημα»

  • Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Βαρσοβίας, Προκαθήμενε της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας, κ. κ. Σάββα
  • Σεβαστή Ομήγυρις του Πνεύματος και της Ακαδημαϊκής Θεολογίας

1. Εισαγωγικά: Το θέμα, που καλούμαι να εισηγηθώ ενώπιόν Σας, είναι των ημερών μας, των τελών του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα. Ευχαριστώ τον πολυσέβαστο και πολυφίλητό μου Μακαριώτατο για την πρωτοβουλία του να μου αναθέσει τη διαπραγμάτευση αυτή. Θα προσεγγίσω το Ζήτημα ως ελεύθερος διανοούμενος άνθρωπος, αλλά και ως Εκκλησιαστικός Ιστορικός. Είναι η ειδικότητά μου, που υπηρετώ και λειτουργώ επί 50 χρόνια τώρα, από το 1963. Ένα χρόνο μετά περίπου, το 1964-1965, πρωτοσυναντήθηκα με τον Μακαριώτατο στο Βελιγράδι. Βιώναμε τότε, παράλληλα με την μετεκπαίδευσή μας στην περίπυστο Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου, την παγκοσμιοποίηση του Υπαρκτού, αλήστου τώρα μνήμης, Σοσιαλισμού, άνευ Θεού. Τώρα ζούμε μία άλλη παγκοσμιοποίηση, του Καπιταλισμού, μετά ή άνευ Θεού.

Κάποιες πτυχές του Ζητήματος της «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ» σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία: α) Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» στην ιστορία των θεσμών της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού, δηλαδή της όλης κοινωνίας της Διεθνούς Κοινότητος. β) Οι διαχρονικές πνευματικές αντιστάσεις του Κόσμου της Ορθοδοξίας διά της διδασκαλίας και της ζωής της. γ) Η Μαρτυρία και ερμηνεία του Ζητήματος στις κατά Τόπους Επίσημες Ορθόδοξες Εκκλησίες αφ’ ενός και στο όλο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφ’ ετέρου. δ) Η βίωση του γεγονότος της «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ» στην Εκκλησία της Ελλάδος. Με τα τέσσερα αυτά επιμέρους θέματα θα ασχοληθώ ειδικώτερα στην εισήγησή μου, για να καταλήξω ε) σε κάποιες Κρίσεις – Εκτιμήσεις – Προτάσεις.

2. Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» στην ιστορία

Το Γεγονός δεν είναι σημερινό. Είναι μόνιμα διανθρώπινο και διαχρονικό. Τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα διαθέτουν εν σπέρματι τάσεις και εκφάνσεις οικουμενικότητος ή παγκοσμιότητος. Η διαδικασία αυτή συντελείται αναλόγως των διεθνών επιρροών και των ιδεολογικών κατευθύνσεων.

α. Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» στην πολιτική, στην οικονομία, στον πολιτισμό

Οι διαχρονικές Αυτοκρατορίες, ως Συστήματα, είναι από την φύση τους ενοποιητικοί, ομογενοποιητικοί και παγκοσμιοποιητικοί ή οικουμενικοί θεσμοί. Λειτουργούν άλλοτε ως χαλαρά ενοποιητικοί και άλλοτε ως στενά αφωμιωτικοί.

Αναφερόμαστε, π.χ., στην Pax Hellenistica (Μ. Αλέξανδρος) ˙ στην Pax Romana (Καίσαρας) ˙ στην Pax Helleno Romana ή Byzantina (Μεγάλοι: Κωνσταντίνος, Θεοδόσιος, Ιουστινιανός) ˙ στην Pax Gallo Germanica (Κάρολος ο Μέγας ˙ η κεφαλή του το σύμβολο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης) ˙ στην Pax Ottomana (Μωάμεθ) ˙ στην Pax Sovietica (προσφάτως διαλυθείσα) ˙ στην Pax Americana (σε συνολική κρίση σήμερα) ˙ και τέλος στην δική μας Pax EUROPEAN UNION (σε πλήρη οικονομική και ιδεολογική σύγχυση).

β. Η Pax του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως προϊδεασμός της Χριστιανικής Ορθοδόξου, κατ’ Ανατολάς, Οικουμένης

Θα σταθούμε στην Οικουμένη, όπως την οραματίσθηκε και οριοθέτησε ιδεολογικά ο Μ. Αλέξανδρος. Η Οικουμενική Πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου είναι πιο κατανοητή για τον Χριστιανικό Κόσμο. Κύρια, γίνεται αντιληπτή από τον Κόσμο της Ανατολικής Χριστιανοσύνης. Και τούτο, πέραν από φυλή-εθνότητα, γλώσσα, χρώμα, ήθη και έθιμα κάθε Τόπου. Βρίσκεται προφητικά πιο κοντά στον Χριστιανικό Αποστολικό Λόγο: «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην,  οὐκ ἒνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἒνι ἄρρεν καὶ θήλυ ˙ πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28).

Η πολιτική Φιλοσοφία και Ανθρωπολογία του Μ. Αλεξάνδρου για το Πρότυπο μιας Διεθνούς Κοινότητος, μιας οικουμενικής ή παγκοσμιοποιημένης οντότητος αποτυπώνεται, διατυπωμένη στο πανανθρώπινο ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ. Είναι ο Ιερός Όρκος, κείμενο του 324 π.Χ., σε ιερή τελετή, στην «σπονδήν» προς τους Θεούς, σε Συμπόσιο ενώπιον 9.000 αξιωματούχων και προυχόντων κάθε φυλής, χρώματος και έθους, είτε Ελλήνων, είτε Περσών, είτε Μήδων και Ινδών κ.λπ. εθνικοφυλετικών ομάδων ή μειονοτήτων θρησκευτικών, στην πόλη της Βαθειάς Ανατολής Ώπη, πλησίον της Βαβυλώνος.

Περαθέτω επιλέξει το κείμενο του Όρκου σε απλή ελληνική γλώσσα: «Σας εύχομαι τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι να ευτυχήσετε με την ειρήνη. Όλοι οι θνητοί, από δω και πέρα, να ζήσουν σαν ένας λαός, μονιασμένοι, για την κοινή προκοπή. Να θεωρείτε την Οικουμενικήν Πατρίδα σας, με Κοινούς Νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής. Δεν χωρίζω τους ανθρώπους, όπως κάμνουν οι στενόμυαλοι, σε Έλληνες και Βαρβάρους. Δεν μ’ ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών, ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. Τους καταμερίζω με ένα μόνον κριτήριον, την Αρετήν. Για μένα κάθε καλός Ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από Βάρβαρο. Αν ποτέ σας παρουσιασθούν διαφορές, δεν θα καταφύγετε στα όπλα, παρά θα τις λύσετε ειρηνικά. Στην ανάγκη θα σταθώ εγώ διαιτητής σας. Τον Θεό δεν πρέπει να τον νομίζετε ως αυταρχικό Κυβερνήτη, αλλ’ ως Κοινό Πατέρα όλων…Από μέρους μου, θεωρώ όλους ίσους, λευκούς και μελαμψούς,. Και θα ήθελα να μην είσθε μόνο υπήκοοι της Κοινοπολιτείας μου, αλλά μέτοχοι, όλοι συνεταίροι. Όσο περνάει από το χέρι μου θα προσπαθήσω να συντελεσθούν αυτά που υπόσχομαι. Τον Όρκον τούτο που δώσαμε με την σπουδήν απόψε, κρατήσετέ τον σαν Σύμβολον Αγάπης».

Προσελκύουν το ενδιαφέρον μας οι διατυπώσεις του Καλέσματος: «Οικουμενική Πατρίδα με Κοινούς Νόμους», όπως, π.χ., σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 Κρατών. Αυτήν την «Οικουμενική Πατρίδα» θα κυβερνούν «οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής». Οι όποιες «διαφορές» θα επιλύονται «ειρηνικά» και όχι «στα όπλα». «Όλοι» οι πολίτες στην «Οικουμενική Πατρίδα-Ένωση» θα είναι «ίσοι λευκοί και μελαμψοί». Δηλαδή, δεν νοούνται φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις. Δεν θα είναι απλά «υπήκοοι της Κοινοπολιτείας οι πολίτες» αλλά «όλοι μέτοχοι» και «συνεταίροι» όλοι. Δηλαδή, αλληλεγγύη όχι μόνο στις προόδους αλλά και στα προβλήματα. Του Καλέσματος αυτού του Μ. Αλεξάνδρου υπόβαθρο είναι η αγάπη ˙ όχι εξ ανθρώπων αλλά από Θεού. Περιγράφει ο ίδιος «τον Θεό όχι ως αυταρχικό Κυβερνήτη, αλλ’ ως Κοινό Πατέρα όλων». Εκπρόσωπό του δε επί της Γης θεωρεί τον Ίδιο. Το Κάλεσμα αυτό αυτοχαρακτηρίζεται στην ακροτελεύτια διατύπωση ως «Σύμβολον Αγάπης».

Η μελέτη και η εις βάθος ανάλυση του «Συμβόλου της Αγάπης» οδηγούν σε ένα και το αυτό συμπέρασμα. Τέμνουν έναν νέο δρόμο, μια νέα παγκόσμια πορεία, στην βάση όμως Αρχών και Αξιών, με επίκεντρο τον προσωπικό άνθρωπο και όχι το απρόσωπο χρήμα, το Κεφάλαιο. Είναι δεκτό το τελευταίο ως μέσο υλικής και πνευματικής προόδου της «Κοινοπολιτείας» Λαών και των Κρατών τους. Το Ηγεμονικό εδώ είναι ο άνθρωπος ως προσωπικότητα. Το χρήμα, το Κεφάλαιο λειτουργεί εδώ ως χρηστικό εργαλείο και όχι ως αυτοσκοπός. Αντιστροφή των δύο αυτών δεδομένων απορρίπτεται στην Οικουμενική Ένωση του ΚΑΛΕΣΜΑΤΟΣ. Σ’ αυτό ο λόγος όχι για «υπηκόους», δηλ. μέλη απλά, αλλά για «μετόχους» και «συνεταίρους». Σ’ αυτήν την «μετοχή» και σ’ αυτόν τον «συνεταιρισμό» θέση έχουν όχι μόνο κάποιο ολίγοι ή και πολλοί εκλεκτοί των ολίγων αλλά ανεξαιρέτως «ΟΛΟΙ». Κάλεσμα όλων.

Για να εκσυγχρονίσουμε το ΚΑΛΕΣΜΑ, το «Σύμβολον της Αγάπης», που πρακτικά ερμηνεύεται ως «Συμβόλαιο Αλληλεγγύης», ας σκεφθούμε την δική μας, των ημερών μας, «Ευρωπαϊκή Ένωση». Τα 27 Κράτη-Έθνη, ως Μέλη, (αύριο θα γίνουν περισσότερα), είναι όλοι «υπήκοοι» μεταξύ τους. Είναι «Ευρωπαίοι Πολίτες», καθώς δηλώνεται. Όμως, μόνο τα 17 από αυτά είναι «μέτοχοι» και «συνεταίροι» στο χρήμα, στο Κεφάλαιο, ως μέλη της «Νομισματικής Ενώσεως», του Eurogroup. Πλην και εδώ ο λόγος για ένα πολύ στενό πυρήνα, πέραν της αλληλεγγύης. Αυτός υπαγορεύει τα δικά του συμφέροντα στους «συνεταίρους», που δεν μπορεί να είναι το ίδιο ανταγωνίσιμοι για πολλούς και διαφόρους λόγους. Και δεν θάπρεπε, ενδεχομένως, να είναι ανταγωνίσιμοι, για να λειτουργούν μάλλον ως «υπήκοοι» παρά ως «συνεταίροι».

Οι Αρχές και οι Αξίες των Λαών και των Πολιτισμών των Μελών της «Ευρωπαϊκής Ενώσεως» δεν νοούνται ούτε καν υπονοούνται στην «Νομισματική Ένωση». Εδώ ισχύει κυνικά η αποθέωση της Ύλης, στο πρόσωπο του χρήματος, του νομίσματος. Θυσία των Αξιών στον Βωμό του Κεφαλαίου. Ένωση Αλληλεγγύης, επομένως, για το θεαθήναι και όχι για το είναι. Η Ένωση αποτελείται από Κράτη-Έθνη «χριστιανικά» (Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός, Ορθοδοξία). Εν τούτοις, το «Σύμβολον της Αγάπης», δηλ. η Αλληλεγγύη, αποδεικνύεται γράμμα κενό, καθ’ ομολογία Ηγετών του Κόσμου της ευρωπαϊκής πολιτικής και διανοήσεως.

3. Οι πνευματικές αντιστάσεις του Κόσμου της Ορθοδοξίας διά της διδασκαλίας και της ζωής της

α) Η ρήξη

Το ΚΑΛΕΣΜΑ Αλεξάνδρου βρήκε απήχηση σε δύο άμεσες διάδοχες οικουμενικότητες ή παγκοσμιότητες. Είναι η Pax Romana με το Jus Romanum. Πρόκειται για μία κατ’ εξοχήν στρατοκρατική πειθαρχημένη Οικουμένη-Κοινοπολιτεία. Σημερινός ιδεολογικός διάδοχος είναι το ρωμαιοκαθολικό πνεύμα. Εκτείνεται γεωγραφικά η Pax Romana σε τρεις Ηπείρους: Ευρώπη, Ασία, Αφρική, με γέφυρα άμεση επικοινωνίας την Λεκάνη της Μεσογείου.

Παρά την αυστηρή στρατοκρατία, αυτή ως Οικουμένη, ως Jus Romanum, υιοθέτησε τον Αλεξανδρινό πολιτισμό ως ανώτερό της. Κατέστησε την ελληνική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα της Κοινοπολιτείας. Αυτή διαμορφώνεται και σχηματοποιείται διαδοχικά ως Pax Helleno Romana. Η ελληνορωμαϊκή Οικουμένη είναι μία ιδιόμορφη παγκοσμιοποίηση. Στο υπόβαθρό της, εν σπέρματι, ανιχνεύεται το «Σύμβολον της Αγάπης». Γίνεται από τα πράγματα όχημα για την έλευση στον Πλανήτη Γη της Pax Christiana.

Η Pax Christiana συνιστά μοναδικό παγκόσμιο ή οικουμενικό γεγονός, διότι είναι εξ αποκαλύψεως. Επομένως, μιλούμε για οικουμενικότητα ή παγκοσμιότητα, όχι εκ του Κόσμου τούτου. Για να θυμηθούμε την μαρτυρία του Κυρίου ενώπιον των εκπροσώπων της παγκοσμιοποιημένης Pax Romana ˙ «ἡ Βασιλεία ἡ ἐμή οὔκ ἒστι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36). Το γεγονός είναι εκ φύσεως πνευματικής υποστάσεως. Ουδεμία σχέση έχει οντολογικά με τις πολιτικο-οικονομικές ανθρώπινες Συσσωματώσεις-Ενώσεις. Αυτές στηρίζονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ, στην ΥΛΗ, που παράγει τον υλικό πολιτισμό. Αυτός διακινείται με συγκεκριμένο νόμισμα-χρήμα. Π.χ. να θυμηθούμε και πάλι την δική μας «Νομισματική Ένωση», εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως Eurogroup.

Η Pax Christiana, δηλ. η εν Χριστώ Οικουμενική Ειρήνη-Αλήθεια, με έρεισμα την «εν Χριστώ αγάπη», που μας υπενθυμίζει το «Σύμβολον της Αγάπης» του Αλεξάνδρου, ως προδρόμου εις Χριστόν, βρίσκεται σε συνεχή ΡΗΞΗ, στην βάση πνευματικών Αξιών, με τις ανθρωποκεντρικές παγκοσμιο-ποιήσεις της ιστορίας του ανθρωπίνου Γένους. Αυτές θεοποιούν την ΥΛΗ στο πρόσωπο του χρήματος, του Κεφαλαίου, εις υποβάθμιση της ανθρώπινης τιμής και αξιοπρέπειας, ως οικονομικού Res. Ο Χριστιανισμός κινείται αντίστροφα. Αποβλέπει, αντί της θεοποιήσεως της ύλης, στην ενθέωση του ανθρώπου. Που είναι μία διαδικασία και πορεία συνεχής διά της Εκκλησίας του Χριστού. Το γεγονός συνιστά την κεντρική πνευματική αξία της Χριστιανικής Οικουμένης. Ειδικώτερα, συνιστά την πεμπτουσία της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Χριστιανοσύνης.

Η ύλη, το χρήμα, μέσα από διάφορες μορφές παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή που βιώνουμε γενικά και προσωπικά εμείς οι Έλληνες στις μέρες μας, λογίζεται και εκτιμάται ως χρηστικό λειτούργημα-όργανο-εργαλείο. Η θέση του είναι υπηρετική του ανθρώπου, των Αρχών και Αξιών του, εντός της Χριστιανικής Οικουμένης, του Χριστιανικού Κόσμου.

Οι παραπάνω θέσεις δεν είναι δικές μας. Η Αγία Γραφή, η Ιερά Παράδοση (quod semper, quod ubisque, quod ab omnibus creditum est) και η αυθεντική ερμηνεία τους από τους Πατέρες της Εκκλησίας, παλιά και σήμερα, αυτήν την οικουμενικότητα ως παγκοσμιότητα πρεσβεύουν και διακηρύσσουν.

Η Pax Christiana, κατόπιν των ανωτέρω, κείται μόνιμα και σταθερά, εις ΡΗΞΗ προς τις διαχρονικές – μέχρι και την σημερινή – παγκοσμιοποιήσεις της ύλης διά του χρήματος. Θεός η ύλη. Θεός ο υλικός άνθρωπος. Ο Υλισμός, ως φιλοσοφικό και οικονομικό ον, έχει απορριφθεί από την διδασκαλία της Εκκλησίας ως Πανθεϊστικό Σύστημα. Η Εκκλησία δέχεται το ον και το ποιόν της ύλης, αλλ’ ως μέσον. Μέσον η ύλη και όχι σκοπός. Η ερμηνεία αυτή της μέσης λύσης ευοδούται μόνιμα από χριστιανικής σκοπιάς. Απορρίπτεται όμως σήμερα από τους Κεφαλαιούχους της Ύλης. Εν προκειμένω, για να μιλήσουμε με σημερινούς όρους, αναφερόμαστε στους Οίκους αξιολόγησης της Παγκόσμιας Οικονομίας. Ομιλούμε για τα μεγάλα αφεντικά – οφθαλμούς άγρυπνους του παγκοσμιοποιημένου Κεφαλαίου. Ακούουν στα ονόματα: Moody’s, Standard and Poor’s και Fitch. Πεδίο δράσεως οι διεθνείς Αγορές.

β) Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για το Ζήτημα

Ποιάν ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ εννοούν και προβάλλουν οι Πηγές της Πίστεώς μας; Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση των Πατέρων και των Θεσμών της Πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας μας; Αυτής, η αυθεντία της οποίας μέχρι σήμερα διατηρείται ανόθευτη στην κατ’ Ανατολάς Χριστιανοσύνη;

(1) Στην Π. Δ. είναι πάμπολλα τα κηρύγματα και τα γεγονότα, μέσα από τα οποία αναλύεται και ψηλαφείται η νέα οικουμενικότητα, η νέα παγκοσμιότητα ˙ η νέα οικουμένη, ο νέος Κόσμος. Πρώτη Αξία εδώ ο ενοποιητικός Θεός ˙ δεύτερη Αξία ο ενθεούμενος Άνθρωπος ˙ ο μετά του Θεού ενούμενος Άνθρωπος.

Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα, για το ποιά παγκοσμιοποίηση πασχίζουμε οι άνθρωποι του Θεού. Κατά ζεύγη: Θεός – Άνθρωπος ˙ Κύριος – Αβραάμ «εἰς ἔθνος μέγα» (Γεν. 12,2) ˙ Κύριος – Αβραάμ ως ευλογία εις «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» και «εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολὺ» (Γεν. 18,16-18) ˙ Κύριος – Δαυίδ: «υἱός μου εἰ σύ ˙ ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε: αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς» (Ψαλ. 2,7-8) ˙ Κύριος – «πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐποίησας, ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσι ἐνώπιόν σου, Κύριε, καὶ δοξάσουσι τὸ ὄνομά σου» (Ψαλ. 85,9-10) ˙ Κύριος – «πάντα τὰ ἔθνη ἥξουσι ἐπ’ αὐτὸ», «καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ’ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν» (Ησ. 2,2-4) ˙ «παιδίον», «υἱὸς», «οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ», «τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», «Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», «τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὔκ ἒστιν ὄριον» – «πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν» (Ησ. 9,1-7 και Δαν. 7,13-14) ˙ «Κύριος παντοκράτωρ ἐν Ἱερουσαλὴμ» – «λαοὶ πολλοὶ καὶ ἔθνη πολλὰ ἥξουσι ἐκζητῆσαι τὸ πρόσωπον Κυρίου παντοκράτορος ἐν Ἱερουσαλὴμ» (Ζαχ. 8,20-23).

(2) Στην Κ. Δ. η ενοποιητική αυτή οικουμενική ή παγκόσμια τάση μεταξύ Θεού και Ανθρώπου είναι σαφώς απτή. Αναφέρεται στην ποιότητα αλλά και στο μέτρον.

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ. Ποιά και τί είναι αυτή; Είναι «φως» προς πάντες και όχι για μερικούς μόνον. «Τέθηκά σε εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πρξ. 13,47). Έτσι, ερμηνεύεται η θεμελιώδης Κυριακή εντολή: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Μθ. 28,19). Το «φως» αυτό είναι καθαρό και όχι «ημίφως». Είναι ο Τριαδικός Θεός.

Είναι «πίστις». Σε τί; Στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Το «Ευαγγέλιον του Χριστού» «δύναμις Θεοῦ ἐστίν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι…ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,16-17).

Είναι «αλληλεγγύη» και «ισότητα» προς πάντες, και από πάντες, ανεξαρτήτως. «Οὐ γάρ ἒστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος ˙ ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὸν» (Ρωμ. 10,12-21). Η διατύπωση «πλουτῶν εἰς πάντας» συνιστά το μεγαλείο της αλληλέγγυας και ισότιμης αγάπης προς πάντα τα έθνη. Εάν δε θελήσει ο περίεργος ερευνητής να συγκρίνει το γεγονός αυτό με την «αλληλεγγύη» σήμερα εντός της οικουμένης της παγκοσμιοποιουμένης Ευρωζώνης, όπου βασιλεύουν οι νομισματικές διακρίσεις μεταξύ Βορείων και Νοτίων Λαών, θα εννοήσει, τί είδους είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Είναι γεγονός ακόμη κατά το φαινόμενο και όχι κατά το είναι. Χρειάζεται πολλή ακόμη εργασία, ώστε από το φαίνεσθαι να προσεγγίσουμε το είναι.

Είναι, τέλος, «ελπίδα». Η οικουμενική ελπίδα παρούσα, καθότι συμπαρομαρτούσα. Η κοινή ελπίδα ορίζεται ως θείο και ως ανθρώπινο ιδίωμα. Αφού «ἐπ’ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιούσιν», «ὁ δὲ Θεὸς τῆς ἐλπίδος» Θεός είναι. Στην διαδικασία τής, κατά Θεό και Χριστό, ενοποιήσεως της Οικουμένης, του Κόσμου (Global), η θεία ελπίδα, δίκην γνόφου, δικτυώνει και καλύπτει το ανθρώπινο Γένος, ώστε να υπάρχει η βεβαιότητα της περίσσειας της ελπίδος αυτής, έναντι της απελπισίας ˙ «εἰς τὸ περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος Ἁγίου» (Ρωμ. 15,13). Σκοπός; Η θεία μέριμνα επιστηριγμού του ανθρωπίνου Γένους προς αποφυγή της πανανθρώπινης, πνευματικής ή σωματικής, καθ’ ομάδες ή κατ’ άτομα, αυτοκτονίας. Έτσι, ερμηνεύουμε τα σημερινά περιστατικά αυτοκτονιών ψυχών ή σωμάτων, λόγω της οικονομικής και νομισματικής παγκοσμιοποίησης των καιρών μας, με επίκεντρο την Ευρώπη και ειδικώτερα τους Νότιους Λαούς της (μεταξύ αυτών πρώτη η Χριστιανική Ελλάδα, κατά τα λεγόμενα και διαδιδόμενα και βιούμενα). Οι αυτοκτονίες εδώ των ψυχών απροσδιόριστες ˙ των δε σωμάτων πάμπολλες.

Αλλ’ ας έλθουμε και στο ΜΕΤΡΟ. Η οδός αυτή μπορεί να μας βγάλει από κάθε κρίση. Εν προκειμένω, να μας λυτρώσει από τα αρνητικά συμπτώματα και γεγονότα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που διερχόμαστε. Αφού όμως χρησιμοποιηθεί ως όχημα διεξόδου η αυτοσυνειδησία ότι ανήκουμε στον Οικουμενικό Κόσμο των Αρχών και Αξιών, πρωτίστως, και δευτερεύοντος των νομισμάτων, των μετάλλων και των χρημάτων, και τούτων ως μέσων και όχι σκοπών.

Ο Ευαγγελικός και Αποστολικός Λόγος, εν προκειμένω, δεν είναι μόνο προφητικός – διότι είναι – αλλά και πραγματικός. Γιατί τον βιώνουμε στις μέρες μας απροσδόκητα και ανακουφιστικά.

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ακολουθών τον Προφήτη Ησαΐα, περιγράφει τηλεγραφικά των ημερών μας, κάθε ημερών μας, την οικονομική κρίση και τραγωδία. Για να αναχθεί στην Χριστιανική Οικουμένη των Αρχών και Αξιών. Χρησιμοποιεί την ίδια με την σημερινή διατύπωση «η κρίσις». Η δε διέξοδος απ’ αυτήν ορίζεται ως «νῖκος». Γράφει: «εἰς νῖκος τὴν κρίσιν» (Μθ. 12,20). Όλο το εδάφιο ως εξής: «κάλαμον συντετριμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι». Στην απλοελληνική: «Το ραγισμένο καλάμι δεν θα το συντρίψει, το λυχνάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει, ωσότου οδηγήσει την κρίση στη νίκη ˙ και στ’ όνομά του θα στηρίξουν τα έθνη την ελπίδα τους». Έχουμε και άλλα παρεμφερή. Το παραπάνω εντοπισθέν μας εκφράζει αντιπροσωπευτικώτερα.

Και ερχόμαστε στην ευαγγελική και αποστολική συνταγή, κατά τα ανωτέρω. Α΄ Τι. 6,8-9: «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα, οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστίν ἡ φιλαργυρία». Σε συνδυασμό με Μθ. 6,31-32: «ὀλιγόπιστοι, μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τὶ φάγωμεν ἢ τὶ πίωμεν ἢ τὶ περιβαλώμεθα ˙ πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ ˙ οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων».

Κατά την διδασκαλία, λοιπόν, της Χριστιανικής Ορθοδόξου Πίστεως, Κιβωτός της οποίας είναι η Εκκλησία του Χριστού, τα κοσμικά σχήματα παγκοσμιοποιήσεων, όπως, π.χ., των ημερών μας, στην βάση τους, λόγω θεοποιήσεως της ύλης (εν προκειμένω του χρήματος) είναι απάνθρωπα και αντίθεα, αφού λείπουν ή υποχωρούν οι πανανθρώπινες πνευματικές και κοινωνικές Αξίες. Οι Λαοί μας είναι μέλη μιας τέτοιας παγκοσμιοποίησης διά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως των Λαών και των Πολιτισμών και των Αξιών. Αυτοί οι Πολιτισμοί και οι Αξίες τους είναι οιονεί τέτοιοι, ακόμη, διότι είναι ξεθωριασμένοι και εν υφέσει, λόγω της Νομισματικής Ευρωζώνης. Εδώ διαπιστώνεται άτακτη υποχώρηση των πνευματικών Αρχών στα μέταλλα και στα νομίσματα, στο Κεφάλαιο, δηλαδή. Αυτή είναι η γυμνή πραγματικότητα.

4. Και πώς αντιδρούμε α) ως Χριστιανική και δη β) ως Ορθόδοξη Εκκλησία, στην θεωρία και στην πράξη;

Ποιά η ένσαρκη, και μετά λόγου γνώσεως, μαρτυρία της σύνολης Χριστιανοσύνης και μάλιστα της κατ’ Ανατολάς Χριστιανοσύνης; Διά της Θεολογίας της και της Ζωής της διά του Επισήμου Συστήματος Διοικήσεώς της στην Οικουμένη και κατά Τόπους;

α) Η θεολογική μαρτυρία ευρύτερα. Στην Χριστιανική Οικουμένη υπάρχουν αντιδράσεις. Π.χ. το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και οι κατά Τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες ως Μέλη του και άλλα κλαδικά Συμβούλια Προτεσταντικών Ομολογιών από 20ετίας ήδη μελετούν και αναλύουν το νέο φαινόμενο της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, στην βάση των Ευαγγελικών και Πατερικών επιταγών. Δίδεται και το αντίδοτο ˙ ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἀγάπη ˙ η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης (The Challenge of Globalization) ˙ η παγκοσμιοποιημένη Οικουμένη (The globalized oikoumene vs The oikoumene of faith and solidarity). Το ερώτημα προς τις Εκκλησίες και Ομολογίες-Μέλη του Π.Σ.Ε. στην Γενική Συνέλευση του Harare, του 1998, «How do we live our faith in the context of globalization», έδωσε αφορμές για περαιτέρω επιμέρους έρευνες στο Ζήτημα. Η πιο σημαντική επίσημα πρωτοβουλία μετά το Harare ήταν εκείνη του 2006, στην Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε., στο Porto Alegre της Βραζιλίας. Η μελέτη και έρευνα στο ζήτημα, «Φτώχεια, Πλούτος, Οικολογία» (Poverty, Wealth and Ecology), έδωσε ώθηση στην ανάδειξη αυτού που αποκαλείται «AGAPE Process». Είναι παρεμφερές αυτού που καλέσαμε ήδη «Συμβόλαιον Αγάπης».

β) Η θεολογική μαρτυρία στον Κόσμο της Ορθοδοξίας. Μελέτες, άρθρα, διαλέξεις, συνέδρια αφιερώνονται εν όλω ή εν μέρει στο Ζήτημά μας. Ειδικώτερα, το Ζήτημα απασχολεί εσχάτως και την Ελληνορθόδοξη Θεολογία, λόγω της οικονομικής κρίσεως, που υφίσταται και βιώνεται στην Ελλάδα. Οι Θεολογικές Σχολές, οι κατά Τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, άλλοι Ορθόδοξοι Διοργανισμοί ή Κοινωνικοί Φορείς προσεγγίζουν το Ζήτημα. Η παρούσα πρωτοβουλία, π.χ., της Πολωνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι άξια μνείας, μιμήσεως και συγχαρητηρίων.

γ) Η Επίσημη των Εκκλησιών μαρτυρία. Δεν έχουμε ακόμη, πέραν επιμέρους προσεγγίσεων από Προκαθημένους Ορθοδόξων Εκκλησιών, μια επίσημη Πανορθόδοξη Σύνοδο ή Συνδιάσκεψη, που να έχει επιληφθεί ειδικά του Ζητήματος με συγκεκριμένο επίσημο κείμενο. Προφανώς, σε κάποια χρονική συγκυρία θα γίνει. Κάποιες παρεμβάσεις έμμεσες επί του Ζητήματος, σε άλλο όμως παγκόσμιο πλαίσιο, είναι αυτές του 1986 και κύρια των Προκαθημένων, του Οκτ. 2008. Μνημονεύουμε ως σημείο αναφοράς και οδικό χάρτη, θα λέγαμε, την ομιλία, το 1999, του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο Davos, όπου η παγκόσμια ετήσια ανάσα και ο παλμός της Κεφαλαιοκρατίας. Ο λόγος εκεί για «Τα ηθικά διλήμματα της παγκοσμιοποιήσεως». Εκτιμά ο πρώτος Επίσκοπος της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνιστά το όραμα μερικών αλλά τον φόβο άλλων. Υπόσχεται η Οικονομική Παγκοσμιοποίηση πολλά στους λίγους και πολύ λίγα στους πολλούς. Είναι η επιβεβαίωση πανηγυρικά της Αρχής των πάσης φύσεως διακρίσεων, κύρια στην βάση των υλικών αγαθών. Το γεγονός συνιστά την πιο βίαιη μορφή διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων. Γι’ αυτό και την πιο επικίνδυνη, λέμε εμείς.

Η Χριστιανική Οικουμένη κείται, μόνιμα διαχρονικά, στον αντίποδα της Οικονομικής Οικουμένης. Όραμα και βίωμα ειδικώτερα της Ορθοδόξου Χριστιανικής Οικουμένης είναι η Παγκόσμια Κοινωνία της Αγάπης και της Αλληλεγγύης (the vision of Orthodoxy for a global society of love and solidarity), λέγει ο Προκαθήμενος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αντίθετα, όραμα και βίωμα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης είναι το Κεφάλαιο και η επαύξησή του διά των αγορών προς όφελος και ηγεμονία των ολίγων και μόνον. Ηγεμονία ή αλαζονεία ως «φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,9).

Εν τούτοις, παρά το ότι η Χριστιανική Οικουμένη διαφέρει ουσιωδώς και οντολογικώς από την Οικονομική Παγκοσμιοποίηση («Christian ecumenicity differs substantially from globalization»), η Χριστιανική Εκκλησία και δη και η Ορθόδοξη Εκκλησία συνυπάρχει και συμπορεύεται με κάθε μορφής ανθρώπινη παγκοσμιοποίηση, αφού κινείται εντός της ταραγμένης ιστορίας του ανθρωπίνου Γένους. Αποβλέπει κι Αυτή σε Μορφή Παγκοσμιοποίησης, με την διδασκαλία και πρακτική ζωή της, ασχέτως και προς την κατεύθυνση της μιας πίστεως.

Όπως τονίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης ΚΠόλεως, η Εκκλησία αγαπά τον κάθε άνθρωπο και βιώνει και συμβιώνει το γεγονός της ενώσεως του ανθρωπίνου Γένους, κατά το μέγιστο δυνατό, κατά το πλείστον. Λέγει προς τους Κεφαλαιοκράτες του Davos: «The Orthodox Church has experienced and cultivated the idea of spiritual ecumenicity, a form of globalization that proclaims that all human beings of every race and language and of all cultures should be united by bonds of love, brotherhood and cooperation…the Church loves everyone. It also experiences the unity of human kind to its fullest». Η θέση αυτή είναι ο αναλλοίωτος πυρήνας της διαχρονικής στον Κόσμο Πνευματικής Οικουμενικότητος vs προς την εκάστοτε μεταλλασσόμενη σκληρή ή χαλαρή Οικονομική Παγκοσμιότητα. Η πρώτη είναι γέννημα του πνεύματος, του Θείου Πνεύματος, των Πηγών της Πίστεως, της Αγ. Γραφής και της Παραδόσεως, της αυθεντίας των ερμηνευτών των Πηγών αυτών, δηλ. των Πατέρων της Εκκλησίας και των Προπατόρων της. Σύλληψη προφητική καθαρή και οικουμενική αυτών «το Σύμβολον ή Συμβόλαιον της Αγάπης».

Αλλ’ ας εξειδικεύσουμε λίγο την βίωση του δράματος της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης σήμερα σε μια γωνιά της Γης, στην Ελλάδα.

5. Η σημερινή πραγματικότητα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και η συμβίωση μ’ αυτήν, π.χ., στην Ελλάδα, στην Εκκλησία της Ελλάδος

Η Ιεραρχία και όλος ο Κλήρος, τα Μοναχικά Τάγματα, πλην ελαχίστων περιπτώσεων κραυγαλέου σκανδαλισμού, και ο πιστός Λαός του Θεού βρίσκονται αντιμέτωποι μαχητικά στο πρόβλημα. Κύριο γνώρισμα του προβλήματος είναι η αιφνίδια κοινή φτώχεια στα υλικά αγαθά αλλά και η υφέρπουσα έκπτωση στις πνευματικές αξίες. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, με επικεφαλής τον Προκαθήμενο και Πρόεδρο της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο, ηγείται της ευαγγελικής και αποστολικής προσπάθειας – και το αποδεικνύει εμπράκτως «εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου» – εφαρμογής, σε ημερήσια βάση, της ευαγγελικής και αποστολικής συνταγής, που προμνημονεύθηκε ήδη.

Αξίζει εδώ επαναλήψεως: «ὀλιγόπιστοι, μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τὶ φάγωμεν ἢ τὶ πίωμεν ἢ τὶ περιβαλώμεθα ˙ πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ ˙ οἶδε ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων» (Μθ. 6,31-32). Σε συνδυασμό με πρακτικά μέτρα: «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα, οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστίν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τι. 6,8-9). Οι συνεργοί της Εκκλησίας, ημερησίως και εν πολλοίς αθορύβως και «στεναγμοίς αλαλήτοις», προνοούν για παντός είδους αναγκαίο. Κατά την αποστολική επιταγή, απαλύνουν την πείνα, το ψυχικό άλγος και την ένδεια των εχόντων άμεση ανάγκη δεκάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας, Ελλήνων και αλλοδαπών προσφύγων. Κάθε Μητροπολίτης έχει την ποιμαντική ευθύνη έμπρακτης αγάπης και αλληλεγγύης ενώπιον όλων των δεομένων της Επισκοπής του. Ο Αρχιεπίσκοπος όμως, με την Ι. Σύνοδό Του, αίρει στους ώμους του το σταυρό του συνολικού δράματος και μαρτυρίου του όλου Ποιμνίου. Έτσι εξηγείται και το χρέος Του να μοιρασθεί το δράμα αυτό ενώπιον πάσης Αρχής του Κόσμου τούτου.

Είναι, π.χ., ενδεικτική η κραυγή Αγωνίας Του προς τον Πρωθυπουργό της Χώρας και δι’ αυτού στους Ομολόγους Του της Ευρωζώνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφερόμαστε στην ανοικτή Επιστολή Του για ανάληψη ευθυνών και για ηθική και υλική υποστήριξη κυρίως προς τον «κάτω συρόμενον» Λαόν του Θεού, που «εν μιά νυκτί» από αυτάρκης ξύπνησε πάμπτωχος, απροσδοκήτως και ανελπίστως.

Ποιο το Μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος προς τους «δοκούντες άρχειν των Εθνών»; Κάμνει πρώτα τις δραματικές διαπιστώσεις, που αφορούν στον Λαό, στο Ποίμνιο της καθόλου Εκκλησίας ˙ αμφιβάλλει δεύτερον για την κεφαλαιοκρατική «φονική ή θανατηφόρα συνταγή» εξόδου του Ελληνικού Λαού από την οικονομική κρίση ˙ και υποδεικνύει τρίτον άλλο δρόμο λύσεως του οικονομικού και πνευματικού δράματος.

α) Οι διαπιστώσεις του είναι συγκλονιστικές. Είναι αυτές αποτέλεσμα όχι κάποιας πολιτικής, δημοσιογραφικής ή τηλεοπτικής φιλολογίας και πληροφορήσεως, συμφύτου πλέον της διαφθοράς και της απαξίωσης του όλου Πολιτικού Συστήματος. Είναι έκφραση των προσωπικών Του εμπειριών, καθ’ ημέρα. Κατά χιλιάδες οι πολίτες κρούουν άμεσα ή έμμεσα μέσω της Αρχιεπισκοπής, των Μητροπόλεων και των Ενοριών την θύρα Του. Ο ίδιος καθίσταται προσωπικά μέτοχος και συμμέτοχος του περιγραφομένου από τον ίδιο δράματος της ψυχής και του σώματος του Λαού. Το Γραφείο του απέραντο εξομολογητήριο προσωπικών και συλλογικών δραμάτων, λόγω της Οικονομικής Κρίσεως.

Να πως αποτυπώνει επιλέξει το δράμα: «Σπαράσσεται η καρδιά και θολώνει ο νους μας με όσα συνέβησαν τους τελευταίους καιρούς και εξακολουθούν να συμβαίνουν στον Τόπο μας. Άνθρωποι με αξιοπρέπεια χάνουν, από την μια στιγμή στην άλλη, τη δουλειά, ακόμη και το σπίτι τους. Το φαινόμενο των αστέγων, αλλά και των πεινασμένων – φαινόμενο κατοχικών εποχών – παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις. Οι άνεργοι αυξάνονται κατά χιλιάδες μέρα με τη μέρα. Το ίδιο και τα λουκέτα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τα νέα παιδιά, τα καλύτερα μυαλά του Τόπου, παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης. Οι πατεράδες μας δεν μπορούν να ζήσουν, μετά τις δραματικές περικοπές των συντάξεών τους. Οικογενειάρχες και ιδίως οι πιο φτωχοί, οι πολύτεκνοι, οι μεροκαματιάρηδες, βρίσκονται σε απόγνωση, μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές των μισθών τους και τους αβάσταχτους νέους φόρους. Η πρωτόγνωρη καρτερία των Ελλήνων εξαντλείται, η οργή παραμερίζει τον φόβο και ο κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης δεν μπορεί να αγνοείται πια, ούτε από εκείνους που διατάσσουν, ούτε από εκείνους που εκτελούν τις φονικές συνταγές τους. Στις δύσκολες και – αναντίλεκτα – κρίσιμες αυτές ώρες, οφείλουμε όλοι να ξέρουμε και να καταλαβαίνουμε, τί σημαίνει το γεγονός ότι η ανασφάλεια, η απόγνωση και η κατάθλιψη έχουν φωλιάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι. Ότι προκάλεσαν δυστυχώς – και συνεχίζουν να προκαλούν – ακόμη και αυτοκτονίες εκείνων, που δεν μπορούσαν να αντέξουν το δράμα των οικογενειών και τον πόνο των παιδιών τους».

β) Εκφράζει, εξ άλλου, ανοικτά ο Μακαριώτατος τις βάσιμες αμφιβολίες του για τις όλο και νεώτερες «φονικές συνταγές» ή «θανατηφόρες συνταγές» των Κεφαλαιούχων Δανειστών της Ελλάδος. Αυτοί συνθλίβουν όχι μόνο την προσωπική αλλά και την πνευματική και ιστορική και εθνική αξιοπρέπεια των πολιτών της Πατρίδος. Δανείζουν για να εισπράξουν με σιγουριά περισσότερα, καθιστώντας για τούτο τον Λαό πάμπτωχο, δυσανάλογα. Είναι η πρακτική ερμηνεία της «αλληλεγγύης» μεταξύ των Ευρωπαϊκών Λαών, που ευαγγελίζεται το EUROGROUP ˙ αυτός ο βασικός βραχίονας της Οικονομικής Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας των ολίγων.

Γράφει ο Μακαριώτατος: «Ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες δόσεις ενός φαρμάκου που αποδεικνύεται θανατηφόρο. Ζητούν δεσμεύσεις που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά αναβάλλουν μόνο προσωρινά τον προαναγγελθέντα θάνατο της οικονομίας μας…Και υποθηκεύουν, ταυτόχρονα, την εθνική μας κυριαρχία. Υποθηκεύουν τον πλούτο που έχουμε, αλλά και αυτόν που μπορεί να αποκτήσουν στα εδάφη και στις θάλασσές μας. Υποθηκεύουν την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Εθνική μας Αξιοπρέπεια. Απογοητευμένοι, απελπισμένοι και ανήσυχοι Έλληνες μας ρωτούν και ζητούν υπεύθυνες, ειλικρινείς και πειστικές απαντήσεις. Ρωτούν τί τους ξημερώνει η επόμενη ημέρα. Ρωτούν πού πάει η Πατρίδα μας. Ρωτούν τί επιτέλους μπορεί να σταματήσει το δράμα. Τί μπορεί να ξαναγεννήσει την χαμένη ελπίδα. Δυστυχώς όμως! Στην διαμόρφωση των αποφάσεων, οι φωνές των απελπισμένων, οι φωνές των Ελλήνων, αγνοούνται προκλητικά. Δυστυχώς, σήμερα, οι Έλληνες δεν βρίσκουμε απάντηση ούτε στα όσα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται, ούτε στα όσα ζητούνται από τους ξένους. Είναι, μάλιστα, τουλάχιστον ύποπτη η εμμονή τους σε αποτυχημένες συνταγές. Και είναι προκλητικές οι αξιώσεις τους σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και αυτό είναι, ίσως, το πιο ανησυχητικό. Δεν μπορεί, άλλωστε, να αγνοείται από κανέναν ότι οι αντοχές των ανθρώπων γύρω μας εξαντλήθηκαν. Όπως εξαντλήθηκαν και οι αντοχές της πραγματικής οικονομίας».

γ) Ποιά, τέλος, η ορθή απάντηση στην ανωτέρω οικονομική καταιγίδα; Ο Αρχιεπίσκοπος δεν βλέπει άλλη διέξοδο στο αδιέξοδο παρά την διαχρονικά επιβεβαιωμένη αποτελεσματική κλασική Αρχή της «αλληλεγγύης», κατά το είναι και όχι φαίνεσθαι, του γνωστού μας «Συμβολαίου της Αγάπης» της Αλεξανδρινής και Χριστιανικής Ευαγγελικής Ειρήνης. Γράφει ο Μακαριώτατος και προς τους ισχυρούς της Ευρώπης διά του Πρωθυπουργού της Ελλάδος, τί πράττει εν προκειμένω η Εκκλησία και πώς πρέπει και οι ίδιοι να ανταποκριθούν, όχι μόνο νομισματικά αλλά και ανθρώπινα.

Γράφει: «Μπροστά σε όλα αυτά η Εκκλησία της Ελλάδος αξιοποιεί κάθε δυνατότητα αλληλεγγύης. Και είναι θετικό, που, μέσα στην τόση καταχνιά, ξεπροβάλλει η ευαισθησία, το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων. Για να δώσει ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, μια ανάσα ζωής στους απελπισμένους». Συγχρόνως όμως δείχνει τον άλλο δρόμο της «πνευματικής ανάτασης και οικονομικής ανάταξης», δηλ. ανάπτυξης, «δημιουργίας ελπίδας και προοπτικής για κάθε Ελληνίδα και Έλληνα» αλλά και «με τη συναίσθηση της μετανοίας» και με την «ακλόνητη βεβαιότητα ότι με τη βοήθεια του Θεού και την πίστη στις δυνατότητές μας μπορούμε να τα καταφέρουμε». Και μέσα σ’ όλη αυτή την παραζάλη του Λαού ο πνευματικός Ηγέτης δείχνει την άκρη-αφετηρία του δικού Του δρόμου: «Η Ελλάδα του Πολιτισμού, η Ελλάδα της Ιστορίας, η Ελλάδα των Παραδόσεων δεν μπορεί να χαθεί ούτε γιατί κάποιοι το πίστεψαν, ούτε γιατί κάποιοι μπορεί να το θέλουν. Η Ελλάδα μας μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Μπορεί, και πάλι, να τραβήξει μπροστά. Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε, Αυτόν τον δρόμο αναζητούμε και προσδοκούμε οι Έλληνες σήμερα…».

6. Κρίσεις – Εκτιμήσεις – Προτάσεις

Από την ανωτέρω ελεύθερη έρευνα αβίαστα εξάγονται τα κάτωθι Συμπεράσματα ή οι Εκτιμήσεις μας.

α) Η διδασκαλία και η πρακτική της Χριστιανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για το διαχρονικό, με διάφορες μορφές, φαινόμενο-ζήτημα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης είναι σαφής και διαυγής. Η Χριστιανική Οικουμένη δεν μπορεί, από την φύση της, να συμφυρθεί με τις πάσης φύσεως ανθρώπινες παγκοσμιοποιήσεις, κύρια στην βάση της Οικονομίας, του Κεφαλαίου. Η πρώτη πραγματικότητα είναι Οικουμενικότητα ή Παγκοσμιότητα Αρχών και Αξιών, στην βάση της αληθείας, εξ αποκαλύψεως. Η δεύτερη συνιστά Οικονομικό Σύστημα ανθρωπίνων διαστάσεων, στην βάση της Ύλης. Που ορίζεται ως Κεφάλαιο, Χρήμα, Νόμισμα. Είναι δημιουργία εξ ανθρώπων, δημιούργημα ανθρωπίνων μυαλών και χειρών.

β) Εν τούτοις, ο διάλογος συμπορεύσεως ιστορικής των δύο Κόσμων είναι εφικτός και επιβεβλημένος ως αναγκαίος. Υπάρχει βάση Διαλόγου. Διότι τα πάσης φύσεως υλικά αγαθά του Κόσμου τούτου γεύονται οι πάντες, και οι υλικοί και οι πνευματικοί άνθρωποι, αναλόγως της δεκτικότητός των. Οι μεν τα απολαμβάνουν ως αυτοσκοπό (οι οπαδοί και εκτελεστές της παγκοσμιοποιημένης Κεφαλαιοκρατίας), οι δε (πιστοί στην Χριστιανική Οικουμένη) ως μέσο, εις υπηρεσία του ανθρώπου, που, από την φύση του, μετέχει και των υλικών αγαθών.

γ) Ειδικώτερα, οι Λαοί-Κράτη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, είτε ως υπήκοοι οι πολίτες των («Ευρωπαίοι Πολίτες»), είτε ως συμμέτοχοι στην εσώτερη Ευρωζώνη, που συνιστά βασικό βραχίονα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, όπως προεγράφη, μπορούν να συνδιαλέγονται, στη βάση ισορροπιών πνευματικών και υλικών αξιών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκ του αρχικού σκοπού ιδρύσεως και του Καταστατικού Χάρτη της, εδράζεται όχι μόνο σε οικονομικές αλλά και σε πνευματικές Αρχές και Αξίες. Η Ευρωζώνη, παρά ταύτα, είναι Ένωση νομισματική, πρωτίστως. Τα καίρια ερωτήματα εδώ: Είναι δυνατόν ως όραμα του Ευρωπαίου Πολίτη, στην παγκοσμιοποιημένη Ευρώπη διά του Ευρώ, να προβάλλει μόνο ο Homo Economicus και να απομονώνεται παραγκονιζόμενος από το όραμα αυτό ο Homo Religiosus, ως πνευματικό, πολιτισμικό και κοινωνικό γεγονός; Κατ’ εξοχήν, μάλιστα, διά της ιστορίας ευρωπαϊκό γεγονός; Άλλο ερώτημα. Πώς μπορεί να γίνει δεκτό ο μεν πρώτος να μεθοδεύει «ισοπεδωτική εξόρμηση», ο δε δεύτερος να αφανίζεται τεχνηέντως; Εν τω μεταξύ, αυτός ο δεύτερος, ο Homo Religiosus, στέκεται ευεργετικά στην πορεία των δοκιμασιών του σύγχρονου ανθρώπου; Υπενθυμίζουμε, π.χ., την πρακτική στάση και αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Ζήτημα.

δ) Και τί θα απογίνει, αν ο Homo Economicus εννοεί να ποδηγετήσει, καθυποτάξει και αφομοιώσει εις εαυτόν τον Hominem Religiosum; Η απάντηση στο πολύ κρίσιμο και καίριο αυτό ερώτημα εδόθη από το επίσημο Βήμα της Αίθουσας Τελετών του Ιστορικού Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ στην Αθήνα, στις 11 Μαΐου 2011, κατά την υποδοχή ως Επ. Μέλους του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Ανθίμου. Είπε ο Ομιλητής: «Εάν η πολυθρύλητη παγκοσμιοποίηση, όπως εμφανίζεται ή αποκαλύπτεται σήμερα, κατορθώσει να οδηγήση τον κόσμο, υπό μία μοναδική διακυβέρνηση, με αόρατα πρόσωπα, με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, με την απαξίωση των θρησκειών, με την απόρριψη των πνευματικών αξιών, με την αγνόηση της υπάρξεως του Θεού, με την θεοποίηση των χρηματοοικονομικών επωφελών επιδιώξεων, τελικώς, κατά ανθρώπινη εκτίμηση, θα καταλήξη σε αποτυχία και συντριβή. Τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα, τα ομόλογα και οι μετοχές δεν μπορούν κατ’ αποκλειστικότητα να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες Ψυχές, δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τις ανθρώπινες εφέσεις για αλήθεια και δικαιοσύνη, δεν μπορούν να διασφαλίσουν το δώρο της ελευθερίας. Ο Homo Economicus δεν μπορεί να αντιπαραταχθή στον Hominem Religiosum, θα ηττηθή οπωσδήποτε. Αναμφιβόλως, η παγκοσμιοποίηση έχει και τις θετικές της πλευρές, η σημαντικώτερη των οποίων είναι η αμοιβαία προσέγγιση μεταξύ των ανθρώπων και η αποτροπή των διαιρέσεων και των εθνικών διχασμών». Γι’ αυτά απαιτείται θεσμικός Διάλογος στην βάση του σεβασμού των ισορροπιών μεταξύ του Hominis Economici και του Hominis Religiosi.

ε) Ειδικώτερα, τώρα, για τις επιπτώσεις της Παγκοσμιοποίησης στην Χριστιανική Ορθόδοξη Ελλάδα. Η Πατρίδα μας, δύο χρόνια τώρα, βρίσκεται πρώτη αυτή εντός Ευρωπαϊκής Ενώσεως  και ειδικώτερα εντός της Ευρωζώνης στην δίνη της «Ευρωπαγκοσμιοποίησης οικονομιών και κοινωνιών». Έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως πειραματόζωο, ώστε να περιορισθεί το κακό εδώ και να λυθεί με τα ελληνικά δεδομένα. Μυωπική αρχική αντίληψη. Όμως το πρόβλημα, λόγω της «Ευρωπαγκοσμιοποίησης», επεκτάθη σ’ όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο και οδεύει σιγά-σιγά και στον Ευρωπαϊκό Βορρά. Αναφερθήκαμε στις πνευματικές και πρακτικές αντιστάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Να πώς συνοψίζεται με μια πρόταση το πρόβλημα από τον ίδιο Μητροπολίτη στην ίδια Ομιλία: «Η Ελλάδα, τούτη την ώρα, αισθάνεται την σκληρή καταπίεση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μέχρι πνιγμού, ενώ ταυτόχρονα η ηγεσία της Ευρώπης ισχυρίζεται ότι μας ευεργετεί και μας σώζει. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι εμείς οι Έλληνες δεν διαπράξαμε τα λάθη μας. Αλλά “ευεργετώ” και “στηρίζω” δεν σημαίνει ποτέ “ταπεινώνω” και “εξουθενώνω”…». Μάλιστα δε, προσθέτουμε εμείς, με πρόταγμα την περιβόητη «Αλληλεγγύη».

Η απόδοση όμως ευθυνών και «των λαθών» συλλήβδην σ’ όλο τον ελληνικό Λαό είναι λάθος προσέγγιση. Τα «λάθη» οφείλονται όχι στον φιλοπάτριδα και φιλότιμο και φίλεργο Ελληνικό Λαό. Υπεύθυνοι για τούτο «το λάθος» είναι οι εκπρόσωποί του Πολιτικοί. Εδώ κείται η γενεσιουργός αιτία του κακού. Οι Πολιτικοί οδήγησαν τα πράγματα ως εδώ, ώστε τώρα να είναι γενικά παραδεκτό – και πρωτίστως από τους ίδιους – ότι το υφιστάμενο Πολιτικό Σύστημα έχει απαξιωθεί και οδηγηθεί στην εσχάτη ανυποληψία με ανάλογα ορατά φαινόμενα διαφθοράς και παρακμής. Γι’ αυτό το κατάντημα δεν πταίει ο Λαός. Το απέδειξε αυτός ο Λαός στις Βουλευτικές Εκλογές της 6ης Μαΐου ε.έ. Έστειλε στα σπίτια τους σχεδόν όλους τους υπαιτίους Πολιτικούς, τα δε Κόμματα οδήγησε στον αναγκαίο αυτοέλεγχο και στην εις βάθος αυτοκριτική, ώστε με υπευθυνότητα, στο εξής, σύνεση και ταπεινότητα να συμβάλουν στην σωστή διακυβέρνηση της Χώρας προς έξοδο από την κρίση. Να οδηγήσουν, κατά το Ευαγγελικό, «τὴν κρίσιν εἰς νῖκος». Μακριά από τις «φονικές και θανατηφόρες συνταγές», κατά του Λαού, για τις οποίες μίλησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, όπως προεγράφη.

στ) Τέλος, όσον αφορά στον Κόσμο της Ορθοδοξίας εντός του Πολιτικού Συστήματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, επιβάλλεται Αυτός περαιτέρω να ενεργοποιηθεί εντός του Επισήμου Συστήματος της Κατ’ Ανατολάς Ορθοδοξίας. Εκτιμάται ταπεινά ότι δεν αρκούν και δεν επαρκούν οι μέχρι τούδε ορθές δράσεις. Επί το πρακτικώτερο, επισημαίνεται ο ειδικός ρόλος in citu, στην καρδιά, δηλ., των πολιτικών αποφάσεων στις Βρυξέλλες, του θεσμού της Conference of European Churches (CEC). Για όλα τα μείζονα ζητήματα, όπως το προκείμενο, απαιτείται περαιτέρω πρωτόβουλη θεσμική δράση κύρους και αξιοπιστίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ΚΠόλεως, ως Πρωτόθρονος Εκκλησία και Μήτηρ Εκκλησία των εις Ευρώπη κατά Τόπους Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, έχει οφειλετικό χρέος συντονισμού και νεωτέρων δράσεων συλλογικών σε συνεργασία με τους Προκαθημένους των Εκκλησιών.

Εύχομαι, Μακαριώτατε Προκαθήμενε της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας κ.κ. Σάββα, το παρόν κείμενο να Σας βοηθήσει κατά τι προς την ίδια κατεύθυνση. Εξ άλλου, η παρούσα Σύσκεψη δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το ζωηρό ενδιαφέρον Σας, προσωπικά και της Εκκλησίας Σας. Εσείς, λόγω του μεγάλου κύρους που διαθέτετε στον Κόσμο της Ορθοδοξίας, μπορείτε θεσμικά να συνδράμετε στην όλη υπόθεση.

Βιβλιογραφικές Ενδείξεις Προσανατολισμού

1)       Ανθίμου, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, Η Ελληνική Ορθοδοξία ενώπιον της παγκοσμιοποιήσεως

2)       Alexander’s the Great OATH in Opi (324 B.C.)

3)       Bartholomew Ecumenical Patriarch, Address given by His All Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew at the 1999 annual Davos meeting of the World Economic Forum: «Moral Dilemmas of Globalization»

4)       Βεργοπούλου Κ., Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη Χίμαιρα.

5)       Berdyaev N., The Fate of  Men in the Modern World

6)       Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Φτώχεια: Το κύριο όπλο των Αγορών για την καθυπόταξη των Κρατών.

7)       Chaplin Vsevolod, Post-Soviet Countries: The need for new morals in economy.

8)       Dilikonstandis K., Church and Globalization

9)       Duchrow Ulrich, Ökumene versus kapitelistisches Imperium

10)  Zizioulas John, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church.

11)  Ιερωνύμου Β΄, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Επιστολή στον Πρωθυπουργό της Ελλάδος Λ. Παπαδήμο, από 2 Φεβρουαρίου 2012

12)  Ιωαννίδης Θ., Αγία Γραφή και Παγκοσμιοποίηση

13)  Μαντζαρίδη Γ., Παγκοσμιοποίηση και Παγκοσμιότητα

14)  Mshana R., Poverty, Wealth, Ecology: The Impact of Economic Globalization.

15)  Nissiotis N., From the Existence to the Coexistence. Society – Technology – Religion.

16)  Papaderos A., Orthodoxy and Economy. A Dialog with Alfred Müller Armack.

17) PetruI., Social Justice. The problem of social justice in the Orthodox Tradition.

18)  Raiser K., For a culture of life. Transforming Globalization and Violence.

19)  Stogianos B., Revelation and Politics

20) Tsompanidis St., Ecclesiology and Globalization.

21)  Του ιδίου, The Ecumenical process of AGAPE (=Alternative Globalization addressing People and Earth). An Orthodox Perspective.

22)  Φρίντμαν Τόμας, Το Lexus και η Εληά. Τί είναι η παγκοσμιοποίηση.

* * * *

 

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δρ.  Γρηγόρης Μ. Λιάντας

Επίκουρος Καθηγητής της Ανωτάτης

Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης

            Στις μέρες μας, η αξία του δημοκρατικού ιδεώδους κατέστη επιβλητική στη συνείδηση- πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική- της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Η δημοκρατία είναι σήμερα πρωτεύον αίτημα των αναπτυγμένων λαών [1].

Το μεγάλο αυτό γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για το έργο των χριστιανικών Εκκλησιών σήμερα, γιατί το δημοκρατικό ιδεώδες και η εφαρμογή του αποτελούν την ασφαλέστερη πηγή και εγγύηση ακριβώς στα όσα ο χριστιανισμός διδάσκει και υπόσχεται να πραγματοποιήσει στον ανθρώπινο βίο.

Ο χριστιανισμός, ως σύνολο κοσμοθεωρίας και ειδικά ως ανθρωπολογική διδασκαλία, προσφέρει άμεσα και έμμεσα την υψηλότερη εκδοχή της έννοιας της δημοκρατίας, ως πολιτειακού θεσμού, αλλά και ως βαθύτερου γνωρίσματος της ζωής της ανθρώπινης ομάδας [2].

Πριν, όμως, προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματός μας, οφείλουμε να προσδιορίσουμε την έννοια της «Δημοκρατίας».

Δημοκρατία [3], λοιπόν, είναι το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται από εκλεγμένους αντιπροσώπους του προς όφελός του. Πρόκειται για όρο που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία.

Στην αρχαία Ελλάδα, δημοκρατία είναι η μορφή της διακυβέρνησης, κατά την οποία το δικαίωμα διαχείρισης των κοινών υποθέσεων ασκείται από το σύνολο των πολιτών, οι οποίοι συνέρχονται σε γενικές συνελεύσεις του λαού, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία. Το γνωστότερο και, χωρίς αμφιβολία, το πιο ολοκληρωμένο παράδειγμα είναι των Αθηνών του 5ου π.Χ. αιώνα.

Το πολίτευμα της δημοκρατίας, όταν εκφράζεται από ανθρώπους που έχουν δημοκρατικές αρχές, είναι το καλύτερο πολίτευμα. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο [4], «η δημοκρατία δεν είναι μια ιδεολογία ή μια θεωρία. Είναι ο ίδιος ο ελεύθερος νους. Όταν γίνεται δημόσια ανεκτός, τότε έχουμε βέβαια και το πολιτικό καθεστώς της δημοκρατίας, αλλά και όταν δεν γίνεται ανεκτός, υπάρχει, λειτουργεί, κινεί την ιστορία, συντρίβει αργά ή γρήγορα τους αρνητές του».

Το πολίτευμα, όμως, της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν είναι δημοκρατικό με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, ότι δηλαδή καθένας έχει τις ίδιες υποχρεώσεις και την ίδια αποστολή.

Κατά το παρελθόν υποστηρίχθηκε από τον καθηγητή Αμίλκα Αλιβιζάτο[5], πολύ σωστά, ότι « συνήθως η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως δημοκρατική και ο οργανισμός αυτής βασίζεται σε δημοκρατικές αρχές. Οι όροι αυτοί και η έννοιά τους, προκειμένου περί της Εκκλησίας, δεν είναι απολύτως ακριβείς. Ούτε και ο ρωσικός όρος sobornost φαίνεται κατά πολύ ακριβέστερος και πλησιάζει μάλλον προς τον όρο «συνοδικός», ο οποίος από κάποια άποψη φαίνεται  ακριβέστερος, γιατί το συνοδικό σύστημα διέπει όλο τον οργανισμό της Εκκλησίας. Οπωσδήποτε η κρατούσα αντίληψη περί της δημοκρατικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν βασίζεται απλώς στο ισχύον σ΄ αυτή συνοδικό σύστημα, στο οποίο επικρατεί όχι η γνώμη του ενός, αλλά των πολλών, αλλά στη θέση που κατέχει στην Εκκλησία ο πιστός λαός».

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί την αδιάκοπη συνέχεια προς την πρώτη, αρχαία και αδιαίρετη Εκκλησία και εξακολουθεί να είναι δικαιωματικά και αυθεντικά η Μία Εκκλησία , για την οποία ομιλεί το Σύμβολο της Πίστεως [6]. Επίσης και ως προς τη διοικητική της οργάνωση η σημερινή Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί συνέχεια της πρώτης και ενιαίας Εκκλησίας, χωρίς καμμία παραλλαγή ακόμα και ως προς την αντίληψη του δημοκρατικού της χαρακτήρα και της δημοκρατικής της μορφής [7].

Για παράδειγμα, στην Αποστολική εποχή [8] βλέπουμε την πλήρη συμμετοχή των λαϊκών (λαού του Θεού) σε όλες τις (διοικητικές) αποφάσεις των Αποστόλων. Συμμετοχή του λαού στην Αποστολική Σύνοδο [9], στην εκλογή του Αποστόλου Ματθία [10], όπου οι Απόστολοι, οι πρεσβύτεροι και όλοι οι λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, πρότειναν το Ματθία ως δωδέκατο Απόστολο (πρότειναν δύο και με κλήρο κληρώθηκε ο Ματθίας). Επίσης με καθαρά δημοκρατικό τρόπο έγινε η εκλογή των επτά Διακόνων, όπως πληροφορούμαστε από τις Πράξεις των Αποστόλων [11].

Η δημοκρατική αρχή η οποία στηρίζεται στην ισότητα των Αποστόλων, στους οποίους ο Χριστός ανέθεσε την περαιτέρω διάδοση της πίστεως και την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως άλλωστε αυτή εφαρμόσθηκε στην Αποστολική Σύνοδο[12], αναγνωρίσθηκε και επικράτησε υπό την έννοια, ότι όλοι οι διάδοχοι των Αποστόλων επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το αν είναι αρχιεπίσκοποι, μητροπολίτες, έξαρχοι, πατριάρχες κ.λ.π.[13] .

Η Ορθόδοξος Εκκλησία, χωρίς καμμία παρέκκλιση, διατηρεί μέχρι σήμερα την τάξη της ισότητας των επισκόπων του συνοδικού συστήματος, το οποίο καθιερώθηκε στην αρχαία Εκκλησία, με απόλυτο το κύρος της γνώμης των πλειόνων.

Επίσημα, λοιπόν, η Ορθόδοξος Εκκλησία εκφράζεται με το Συνοδικό Θεσμό.

Η συνοδικότητα της Εκκλησίας βιώνεται στη συνεχή κοινωνία των μελών μεταξύ τους  και προς τη θεία κεφαλή, ιδίως στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της ενότητας της Εκκλησίας εν Χριστώ [14].

Ο όρος «συνοδικότης» προέρχεται από την ελληνική λέξη «σύνοδος», η  οποία πρωτίστως σημαίνει σύναξη επισκόπων, οι οποίοι έχουν μια ιδιαίτερη ευθύνη. Είναι εν τούτοις δυνατό  να εκληφθεί ο επίσης ο όρος με ευρύτερη έννοια, αναφερόμενος σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας (παράβαλε τον ρωσικό όρο sobornost). Η συνοδικότητα αντανακλά το Τριαδικό μυστήριο και βρίσκει σ΄ αυτό την τελική θεμελίωσή της.

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα[15] , «οι καταβολές του συνοδικού θεσμού ευρίσκονται εντός της Εκκλησίας, όπως μας δείχνουν οι αρχαιότερες πηγές της Καινής Διαθήκης, δηλαδή οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου και η δομή των πρώτων ευχαριστιακών κοινοτήτων. (…) Η συνοδικότητα, η οποία εμφανίζεται στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, επηρεάζει την ανάπτυξη του συνοδικού θεσμού και συνδέεται με τις αποφάσεις για συμμετοχή ή μη στη Θεία Κοινωνία. Η τοπική Εκκλησία της Κορίνθου[16] καλείται στην ευχαριστιακή σύναξη να κρίνει, αν ένα από τα μέλη της,  θα συμμετάσχει ή δεν θα συμμετάσχει στη Θεία Κοινωνία. (…) Οπωσδήποτε για τον ιστορικό έχει ενδιαφέρον ότι αυτά που αναφέρονται στο συγκεκριμένο χωρίο της Α΄ προς Κορινθίους, θεσμοποιούνται στις επόμενες γενιές».

Η σύνθεση της προαναφερθείσης συνάξεως περιλαμβάνει το λαό, τον απόστολο και τον Κύριο «συν τη δυνάμει του Κυρίου Ιησού Χριστού»[17] .  Και η μορφή αυτή της συνοδικότητας θυμίζει την Αποστολική Σύνοδο, όπου κυριαρχεί το Άγιο Πνεύμα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συνοδικός θεσμός, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, συνδέεται με την ευχαριστιακή σύναξη, ο δε επίσκοπος είναι ο προεστώς της συνάξεως [18].

Η δομή της Εκκλησίας είναι επισκοποκεντρική[19] . Ο προεστώς της ευχαριστιακής σύναξης, ο επίσκοπος, είναι η ορατή κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, που θεωρείται «εις τόπον και τύπον Χριστού».

Επομένως, ο επισκοποκεντρισμός ενέχει τη συνοδικότητα: ύπατη εξουσία στην Εκκλησία είναι η σύνοδος, το συλλογικό σώμα των επισκόπων, σε κλίμακα οικουμενική για όλη την υφήλιο, επαρχιακή για μια μείζονα περιφέρεια ή τοπική για ελάσσονα γεωγραφική περιφέρεια. Καμμία ατομική κεφαλή (Πάπας ή Πατριάρχης) δεν αναγνωρίζεται ως αυθεντία, παρά μόνο η συλλογική αρχή (σύνοδος).

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το σπουδαιότερο εκκλησιολογικό έργο του συνοδικού θεσμού είναι η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της τοπικής Εκκλησίας και της «κατά την οικουμένην καθολικής Εκκλησίας», η οποία καθιστά τις τοπικές Εκκλησίες ένα σώμα[20].

Είναι, λοιπόν, μεγάλη η δύναμη της Συνόδου, η οποία κυβερνά δημοκρατικά την Εκκλησία με τους Επισκόπους σε ισότητα. Έτσι ανώτατη διοικητική αρχή ολόκληρης της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι η Οικουμενική Σύνοδος[21] , δηλαδή το σύνολο των επισκόπων ως διαδόχων των Αποστόλων, αντικατοπτρίζοντας τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος σε ενότητα.

Αυτός ο δημοκρατικός συνοδικός θεσμός της αρχαίας Εκκλησίας, που έχει την αρχή του στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων[22] , αφού διαμορφώθηκε και επικράτησε στην Ανατολή, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και λειτουργία από τότε και μέχρι σήμερα.

Επίσης, υποστηρίζεται[23] ότι «η ελευθερία που υπάρχει στο δημοκρατικό-συνοδικό θεσμό, στη σχέση των Επισκόπων μεταξύ τους, υπάρχει και στη σχέση του κλήρου γενικότερα με το λαϊκό στοιχείο της Εκκλησίας. Το ευρύ δημοκρατικό πνεύμα της Εκκλησίας καταφαίνεται, ακόμη, από το ότι οι αποφάσεις των Οικουμενικών (ή και των απλών) Συνόδων είναι υποχρεωτικές για την Εκκλησία μόνο όταν κλήρος και λαός αποφανθούν ομόφωνα περί του κύρους και της αξίας των αποφάσεων αυτών». Για παράδειγμα στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) που ήταν απλή Σύνοδος και κατά την οποία αποφασίσθηκε η ένωση των Εκκλησιών, με την υπογραφή των παρισταμένων Ορθοδόξων, με εξαίρεση τον Μάρκο τον Ευγενικό, η αντίδραση του λαού συνέβαλε να μην επικρατήσει τελικά η ένωση αυτή[24] .

Κάτω από αυτές τις συνθήκες γίνεται εύκολα αντιληπτό, όπως άλλωστε προκύπτει και από την εκκλησιαστική ιστορία, ότι όσες φορές δεν υπήρχε δημοκρατία στις αποφάσεις των Συνόδων, αυτές δεν αναγνωρίστηκαν από το ποίμνιο της Εκκλησίας, παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων[25] .

Ενδιαφέρον, τέλος, προκύπτει από τις απόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου του Α΄, αναφορικά με το συνοδικό θεσμό: « (…) η καθ΄ ημάς Ορθόδοξος Εκκλησία, διαμορφωθείσα, κατά το ανθρώπινον, εντός του πνευματικού και κοινωνικού κλίματος της ελληνικής αρχαιότητος, παρέλαβε θεμελιώδεις θεσμούς αυτής, ως είναι και εκείνος της δημοκρατίας, και μετεμόρφωσεν αυτούς διά του Ευαγγελίου εις ιδιαζούσης φύσεως και ποιότητος κανόνας και τρόπους υπάρξεως. Υπενθυμίζομεν εν προκειμένω το συνοδικόν πολίτευμα, το εξ αρχής κρατήσαν εν τη Εκκλησία και διατηρηθέν εν τη καθ΄ ημάς Ορθοδοξία διηνεκώς και απαρασαλεύτως διά μέσου των αιώνων. Όπου και οσάκις διεταράχθη και απεδυναμώθη ο συνοδικός θεσμός, διακρίνομεν παρεμβάσεις και αυθαιρεσίας της πολιτικής κατά το πλείστον εξουσίας, ξένας προς την παράδοσιν και την βούλησιν της Εκκλησίας. Γενικώς δ΄ όμως ειπείν, ο συνοδικός θεσμός παραμένει κυρίαρχος τρόπος διοικήσεως της Εκκλησίας και λήψεως αποφάσεων εν αυτή.  Η συνοδικότης μάλιστα, καλώς νοουμένη και τηρουμένη, χαρακτηρίζει εκάστην ευχαριστιακήν κοινότητα, εκάστην ενορίαν, όπου οι πιστοί, συνερχόμενοι λειτουργικώς επί το αυτό, μετέχουν ενεργώς εις τα κοινά, προσωπικώς έκαστος και πάντες από κοινού»[26] .

Συμπερασματικά:

1) Οι βασικές αρχές, που διέπουν το Συνοδικό θεσμό δεν αποτελούν απλώς θέματα διοικήσεως ή κανονικού δικαίου. Αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιολογίας, δηλαδή του δόγματος της Εκκλησίας[27] .

2) Σε κάθε Σύνοδο είναι παρών ο Λόγος εν Αγίω Πνεύματι, ολόκληρη η Αγία Τριάδα, γι΄ αυτό η Σύνοδος έχει χαρισματικό χαρακτήρα.

3) Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έλαβε την τελική της μορφή διά των Οικουμενικών Συνόδων, δεν επιδέχεται καμμία αλλαγή. Όλες οι μετέπειτα διασαφήσεις πρέπει απαραίτητα να δοκιμάζονται διά της διστόμου μαχαίρας της αποκαλυπτικής ευαγγελικής αλήθειας και της διατυπωθείσας διδαχής των Οικουμενικών Συνόδων.

4) Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει η ελευθερία και χάρη στο δημοκρατικό-συνοδικό της πολίτευμα, όλοι οι Επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους και ελεύθεροι να εκφράσουν τη γνώμη τους, αναγνωρίζοντας τελικά τη «γνώμη των πλειόνων»[28] . Οφείλουμε, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η γνώμη των πλειόνων πιθανόν να μην είναι πάντοτε η ορθότερη, αλλά αυτό εξαρτάται από τη γνησιότητα της ατομικής εκκλησιαστικής συνείδησης[29] , για τη διαμόρφωση της οποίας ευθύνονται οι διοικούντες την Εκκλησία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η μακρά και αδιάκοπη εκκλησιαστική πράξη.

5) Η θέση και συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκκλησιαστική ζωή, η οποία είναι βασική και θεμελιώδης, δείχνει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξάρτητα αν αυτή δεν φαίνεται αρκετά στην πράξη.

6) Τέλος, κάθε κράτος-πολιτεία πρέπει να προσέξει την οργάνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και να την «αντιγράψει» για την καλύτερη διοργάνωση της κοινωνίας. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, η οποία είναι η αρχαιότερη υπαρκτή δημοκρατία του κόσμου[30] . Σε αυτήν εκπροσωπείται ολόκληρος ο ορθόδοξος κόσμος και συνοψίζονται οι διάφορες μορφές, που προσέλαβε στην ιστορία του ο ορθόδοξος μοναχισμός. Με το διαχρονικό χαρακτήρα και την οικουμενική σύνθεσή του το Άγιον Όρος αποτελεί το σύμβολο της ενότητας και της πολυμορφίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας[31] .


[1] Β. Μουστάκης, «Δημοκρατία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), 4 (1964) 1088. Επίσης βλέπε και Κύριλλος, Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, Ελευθερία και ευθύνη, Εν πλω, Αθήνα 2011, σ. 12,34 και 207.

[2] Β. Μουστάκης, ό.π..

[3] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό, Κέντρο Λεξικολογίας, έκδοση β΄, Αθήνα 2008, σ. 249.

[4] Βλέπε Εταιρεία Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα 2008, σ. 30.

[5] Αμ. Αλιβιζάτος, «Δημοκρατικός χαρακτήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ΘΗΕ, 4 (1964) 1093.

[6] Ό.π., 1094.

[7] Στο ίδιο. Επίσης βλέπε και Radovan Bigovic, The Orthodox Church in 21st Century. Konrad Adenauer Stiftung, Belgrade 2009, p. 69-80.

[8] Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, έκδοση β΄, Αθήνα 1994, σ. 31-32.

[9] Πραξ. 15, 6-29 και Ν. Μπουγάτσος, «Εκκλησιαστική διοίκηση και λαΙκοί. Άλλοτε και τώρα». Στον Συλλογικό τόμο: Κρατική εξουσία και Ορθόδοξη Εκκλησία, Μήνυμα, Αθήνα 1995, σ. 133-134.

[10] Πραξ. 1, 12-26.

[11] Βλέπε Πραξ. 6, 1-7.

[12] Πραξ.1, 15-26 και Πραξ. 15, 1-30.

[13] Αμ. Αλιβιζάτος, ό.π., 1095.

[14] Αντ. Παπαδόπουλος, «Συνοδικός θεσμός. Χαρισματικός και ενοποιός χαρακτήρας του. Μια ορθόδοξη θεώρηση». Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου με θέμα το Άγιον Πνεύμα (11-14/11/1991). Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 533.

[15] Βλέπε Ιωάννης (Ζηζιούλας) Μητρ. Περγάμου, « Ο Συνοδικός θεσμός. Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα», Θεολογία, 80:2 (2009) 8-9.

[16] Α΄Κορ. 5.

[17] Α΄Κορ. 5, 4.

[18] Βλέπε Αντ. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 535.

[19] Μιχ. Μακράκης, « Ορθοδοξία και ελευθερία», στον τόμο: Κων/νος Μουρατίδης, πρόμαχος Ορθοδοξίας, ΠΕΘ, Αθήνα 2003, σ. 513.

[20] Ιωάννης (Ζηζιούλας) Μητρ. Περγάμου, ό.π., 15.

[21] Βλ. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α΄, έκδοση β΄, Αθήνα 1960, σ. 105-113. Επίσης βλέπε και Ιω. Ρωμανίδης, Πρωτ/ρος, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α΄, έκδοση 4η, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 37-38.

[22] Βλ. Φειδάς, ό.π., σ. 42 και εξής.

[23] Μιχ. Μακράκης, ό.π., σ. 514.

[24] Βλ. Ιω. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, άνευ χρόνου, σ. 47-60 και Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β΄, έκδοση γ΄, Αθήνα 2002, σ. 603-626.

[25] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίφημη Ληστρική Σύνοδος (Έφεσος 449), η οποία θεωρήθηκε «κόλαφος σ΄ ολόκληρη την Εκκλησία». Βλέπε σχετικά Γ. Μαρτζέλος, Ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1992-1993, σ. 88-89.

[26] Βαρθολομαίος, Οικουμενικός Πατριάρχης, « Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η σύγχρονος Ευρώπη», (Ρουμανία, 27-10-1999), στον τόμο: Λόγοι, τ. Δ΄, Εκδόσεις Φανάριον, Αθήνα 2003, σ.299.

[27] Ιωάννης (Ζηζιούλας), Μητρ. Περγάμου, ό.π., σ.46.

[28] Σ΄ αυτό διαφέρουν οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι από τους Επισκόπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, διότι με το να έχουν, οι τελευταίοι, άμεση εξάρτηση από τον Πάπα, οφείλουν πλήρη υπακοή ακόμη και στις πιο αυθαίρετες αποφάσεις του. Παρά τη διαφορά τους, όμως, από τους Ρωμαιοκαθολικούς, οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι κινδυνεύουν μερικές φορές να μεταπηδήσουν στο άλλο αντίθετο άκρο και να γίνουν αληθινοί τύραννοι για το ποίμνιό τους. Έτσι ο «επισκοπισμός» της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετατρέπεται σε «δεσποτισμό». Βλέπε σχετικά Μιχ. Μακράκης, ό.π., σ. 517-518.

[29] Αμ. Αλιβιζάτος, ό.π., 1096.

[30] Γ. Μαντζαρίδης, Πρόσωπο και θεσμοί, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 183.

[31] Στο ίδιο.

* * * *

Ακολουθούν οι Ανακοινώσεις στα πολωνικά

Czcigodne Audytorium!

Otwieram międzynarodową konferencję organizowaną, po raz trzynasty, przez Katedrę Teologii Prawosławnej, Uniwersytetu w Białymstoku.

W imię Boże  serdecznie witam wszystkich uczestników konferencji. W sposób szczególny pragnę powitać naszych gości z Grecji z Uniwersytetu w Tessalonikach w osobach prof. Athanasiosa Angelopoulosa, prof. Grigoriosa Liantasa, prof. Dimitriosa Koutroulasa.

Temat naszego dzisiejszego spotkania brzmi: „Duch Święty i Jego oddziaływanie  w świecie globalizacji”.

Koniec XX i początek XXI wieków przyniosły  światu wiele nowych wyzwań – pozytywnych – ale jeszcze więcej negatywnych. One są nam znane i niepokoją nas chrześcijan. Wyrazić je można krótko w sposób następujący: tzw. sekularyzm i liberalizm przyjmuje sens wiary chrześcijańskiej, w sposób ironiczny i poddaje ją pod wątpliwość, burzy zdrowe kanony życia, włączając w to przejawy religijne i nacjonalne. I to nas, jako chrześcijan niepokoi. Mamy bowiem świadomość, że narody Europy włączone zostały w swoją historię poprzez naukę św. Ewangelii, stając się tym samym narodami chrześcijańskimi  z bogatą kulturą  duchową, myślą filozoficzną, ekonomiczną itp.

Oznacza to, że Europa od momentu swojego powstania oparta jest na fundamencie chrześcijańskim i wielokulturowości narodowej. Wartości te przez wieki kształtowały i ubogacały całe  życie narodów europejskich i powinny być i dzisiaj niepodważalne. One stanowią gwarancję prawidłowego rozwoju narodów i służą pomocą w osiągnięciu sukcesu w procesach integracji. To Jezus Chrystus posłał Apostołów do wszystkich narodów, a Duch Święty powołał narody do jedności w ich różnorodności z bogactwem języków  i kultur. Prawda ta mająca początek w cudzie Pięćdziesiątnicy przeobraziła imperium Rzymskie w chrześcijańską społeczność Europy. Kraje prawosławne, bazujące się na niezmiennych wartościach chrześcijańskich przynoszą Europie zachęcająca perspektywę integracyjnego sukcesu. To chrześcijańskie korzenie uczyniły Europę kontynentem cywilizowanym i duchowym.

Jest wielką szkodą, że o tej prawdzie dzisiejsza Europa zapomina i poddaje się wpływom czasu budowy wieży Babel. A to służy zniekształceniu najcenniejszego daru, który posiada.

Dziejowe zmiany, które nastąpiły trwają dzisiaj i nasilają się. Dlatego, jako chrześcijanie, wraz z ap. Pawłem powinniśmy głośno wzywać: „Przyszła godzina – obudzić się ze snu” Rz.13,11.

Zmęczone społeczeństwo Europy potrzebuje powrotu do Tradycji św. Apostołów, ideału św. Ojców, mistyki, ascezy i zdrowego życia liturgicznego.

Warto tu przypomnieć słowa C.K. Norwida: „Przyszłość jest to dziś – tylko cokolwiek dalej. Tylko, ze aby drogę mierzyć przyszłością, trzeba koniecznie pomnić, skąd się wyszło”.  W słowach tych zawarta jest głęboka prawda naszego bytu ziemskiego. I o tym należy pamiętać. Dowodzi tego historia. To ona poświadcza, że Pismo Św. określiło normy zbawienia rodzaju ludzkiego. Oznacza to, że ludzkość posiada cechy soteriologiczne. Wiara jest normą zasadniczą. Pomaga ona człowiekowi, by nie błądził w chaosie historii i miał możliwość odróżnienia faktów dobrych i pozytywnych od złych.

Chrystus wcielony, ukrzyżowany i zmartwychwstały jest centrum i celem całej historii i pełnią czasów przyszłych – Eschatologii. Jest On początkiem i centrum życia Kościoła i Historii. Tym samym historia całego stworzenia jest zdeterminowana poprzez wcielenie Zbawiciela. Jest On pełnią i doskonałością całego bytu stworzonego. W Jezusie Chrystusie skoncentrowana jest i współczesna historia Europy i świata. On jest jej sercem. On stał się kwasem ewangelicznym uwalniającym historię od jej ograniczeń i śmierci. W ten sposób Chrystus wprowadza całą historię w nowy czas Królestwa eschatologicznego. Odbywa to się przy pomocy Ducha Świętego. Duch Święty, Który aktualizuje dzieło zbawienia w historii i ukierunkowuje go w stronę eschatologicznej rzeczywistości Królestwa Bożego.  Duch Święty jest tym, Który oswobadza historię od ograniczeń, od śmierci i wprowadza, za pośrednictwem Kościoła, w wszechświat łaskę Bożą i nieśmiertelne życie Nowego Wieku. Dzięki Duchowi Świętemu Królestwo Chrystusa rozpoczęte zostało wraz z Jego Kościołem na ziemi, w historii. Kontynuowane jest dzięki Jemu – Pocieszycielowi. J.14,26. To Duch Święty jest tym,  Który łączy wszystkich z Chrystusem i pomiędzy sobą. Kościół jest kwasem nowego życia w historii, a jego Eucharystia jest „lekarstwem nieśmiertelności”. I tylko przy pomocy Ducha Świętego objawiane jest Królestwo Chrystusa, za pośrednictwem Kościoła. W ten sposób do w do wszechświata wchodzi nowy Eon życia wiecznego i przemienia go. Dlatego  w czasie Św. Liturgii słyszymy: „To, co Twoje, od Twoich, Tobie przynosimy, za wszystkich i za wszystko”.

Działanie Ducha Świętego obejmuje Kościół i cały wszechświat. Dzięki Jemu możliwe jest spotkanie Boga z człowiekiem i człowieka z człowiekiem. To On uobecnia prawdę Ewangelii we wszechświecie. I ta obecność stanowi najgłębszy wymiar Trójjedynego Boga.

Św. Grzegorz z Nazjanzu pisze: „Jestem oszołomiony, gdy myślę o bogactwie wezwań – Duch Boży, Duch Chrystusa, Inteligencja, Duchowna Adopcja. Jednak wszystkie te określenia o Duchu Świętym są blade, bowiem dary Jego są niewyczerpane”.

Zrozumienie działania Ducha Świętego, Który „dyszy gdzie chce i jak chce” mogą pomóc współczesnemu człowiekowi pojąć to, co wokół niego ma miejsce.

W świetle oddziaływania Ducha Świętego w świecie przedstawiona zostanie i tematyka dzisiejszej konferencji, a dotyczyć będzie pojęć takich jak: Antropologia, sekularyzacja, demokracja wolność religijna, suwerenność z próbą ukazania co Europa otrzymała z chrześcijaństwem, a co ona daje dzisiaj chrześcijaństwu w zamian.

I na koniec warto przywołać jeszcze raz słowa ap. Pawła; „Ducha nie gaście” 1Tes. 5,19. Świadczą one bowiem, że płomień fizyczny może przygasnąć, ale w życiu duchownym on płonie nieustannie i wzmacnia człowieka jako jednostkę i całą ludzkość. Dlatego: „Ducha nie gasimy, a co jest dobre, tego się trzymajmy”.

* *  * *

Międzynarodowa Konferencja Katedry Teologii Prawosławnej Uniwersytetu w Białymstoku, pod egidą Zwierzchnika Kościoła Prawosławnego w Polsce, Jego Eminencji Wielce Błogosławionego Metropolity Warszawskiego i całej Polski Sawy, dnia 26 maja 2012 r., poświęcona ogólnemu tematowi:

„Duch Święty i Jego oddziaływanie w świecie globalizacji” 

Wystąpienie

Athanasiosa An. Angelopoulosa, Profesora Uniwersytetu w Salonikach, Prezesa Instytutu Problematyki Etnicznej i Religijnej (I.P.E.R.) – Karipeion Melathron w Salonikach, na temat:

„GLOBALIZACJA w nauczaniu Kościoła Prawosławnego i stanowisko Kościoła Greckiego w tej kwestii”

  • Wielce Błogosławiony Metropolito Warszawski i całej Polski, Zwierzchniku Najświętszego Kościoła Prawosławnego w Polsce, Władyko Sawo
  • Szacowne Audytorium Ducha i Teologii Akademickiej

1. Uwagi wstępne: Temat, o którego zaprezentowanie przed Państwem zostałem poproszony, dotyczy naszych czasów, końca XX i początków XXI wieku. Dziękuję wielce szacownej i umiłowanej przeze mnie Eminencji za jego inicjatywę powierzenia mi tej analizy. Podejdę do tej kwestii jako wolny, myślący człowiek, lecz również jako historyk Kościoła. Jest to moja specjalizacja, której służę i którą się zajmuję już od 50 lat, od 1963 roku. Mniej więcej rok później, w latach 1964-1965, po raz pierwszy spotkałem się z Jego Eminencją w Belgradzie. Doświadczaliśmy wówczas, jednocześnie z naszymi studiami podyplomowymi w słynnym Wydziale Teologicznym w Belgradzie, globalizacji realnego – niechlubnej pamięci – socjalizmu, bez Boga. Teraz przeżywamy inną globalizację, kapitalizmu, z lub bez Boga.

Oto niektóre aspekty kwestii „GLOBALIZACJI” w relacji z Kościołem Prawosławnym: a) „GLOBALIZACJA” w historii instytucji polityki, ekonomii i cywilizacji, tzn. całości społeczności Wspólnoty Międzynarodowej. b) Ponadczasowe duchowe przejawy reakcji świata Prawosławia za pośrednictwem jego nauczania i życia. c) Świadectwo i interpretacja tej kwestii w oficjalnych Lokalnych Kościołach Prawosławnych z jednej strony oraz w całym systemie zarządzania Wschodniego Kościoła Prawosławnego z drugiej. d) Doświadczanie faktu „GLOBALIZACJI” w Kościele Greckim. Tymi czterema poszczególnymi tematami zajmę się w sposób szczególny w moim wystąpieniu, aby dojść do e) pewnych opinii – ocen – propozycji.

2. „GLOBALIZACJA”w historii

Fakt ten nie jest czymś nowym. Jest stale obecny w relacjach międzyludzkich i ponadczasowy. Systemy polityczne i ekonomiczne dysponują zalążkami tendencji i przejawów uniwersalności lub globalności. Proces ten dokonuje się odpowiednio do międzynarodowych wpływów i orientacji ideologicznych.

a. „GLOBALIZACJA”w polityce, ekonomii, cywilizacji

Ponadczasowe imperia, jako systemy, są ze swej natury instytucjami unifikującymi, ujednolicającymi i globalizującymi lub uniwersalnymi. Funkcjonują one niekiedy jako lekko unifikujące, a niekiedy jako zdecydowanie asymilujące.

Mamy na myśli np. Pax Hellenistica (Aleksander Wlk.); Pax Romana (Cezar); Pax Helleno Romana lub Byzantina (Konstantyn, Teodozjusz, Justynian, zwani Wielkimi), Pax Gallo Germanica (Karol Wielki; jego głowa jest symbolem współczesnej Unii Europejskiej); Pax Ottomana (Mahomet); Pax Sovietica (który niedawno uległ rozpadowi); Pax Americana (pogrążony dzisiaj w całkowitym  kryzysie); i na koniec nasz własny Pax EUROPEAN UNION (pogrążony w kompletnym zamieszaniu ekonomicznym i ideologicznym).

b. PaxAleksandra Wielkiego jako zapowiedź chrześcijańskiego prawosławnego, wschodniego, uniwersum (οικουμένη)

Zatrzymamy się przy uniwersum, zgodnie z tym, jak je sobie wymarzył i ideologicznie zdefiniował Aleksander Wlk. Uniwersalistyczna polityka Aleksandra Wlk. jest bardziej zrozumiała dla chrześcijańskiego świata. W głównej mierze, jest pojmowana przez świat wschodniego chrześcijaństwa. A przy tym, poza podziałami plemienia-narodowości, języka, koloru skóry, obyczajów i zwyczajów każdego miejsca. Znajduje się w proroczy sposób znacznie bliżej chrześcijańskich słów apostoła: „Nie ma już Żyda ani poganina, nie ma już niewolnika ani człowieka wolnego, nie ma już mężczyzny ani kobiety, wszyscy bowiem jesteście kimś jednym w Chrystusie Jezusie” (Ga 3,28).

Polityczna filozofia i antropologia Aleksandra Wlk. odnośnie wzorca wspólnoty międzynarodowej, pewnego uniwersalnego lub zglobalizowanego bytu, jest odzwierciedlona w wyrażonym przez niego ogólnoludzkim WEZWANIU. Jest to Święta Przysięga, tekst z 324 r. przed Chr. wygłoszony podczas świętej ceremonii „libacji” ku czci bogów, w czasie uczty w obecności 9.000 dygnitarzy i notabli z każdego plemienia, różnego koloru skóry i obyczajów, czy to Greków, czy Persów, czy Medów, czy też Hindusów i in., z różnych grup etniczno-plemiennych lub mniejszości religijnych, w mieście Opis na Bliskim Wschodzie, niedaleko Babilonu.

Przytaczam dosłowny tekst Przysięgi w prostym języku greckim: „Życzę wam teraz, gdy kończą się wojny, abyście się cieszyli pokojem. Wszyscy śmiertelnicy, od tej chwili i w przyszłości, niech żyją jako jeden lud, pogodzeni, w celu wspólnego rozwoju. Uważajcie swoją ojczyznę za uniwersalną, posiadającą wspólne prawa, w której rządzić będą najlepsi, niezależnie od przynależności plemiennej. Nie dzielę ludzi, jak to czynią ci o wąskich horyzontach, na Greków i barbarzyńców. Nie interesuje mnie pochodzenie obywateli ani też rasa, w jakiej się urodzili. Rozróżniam ich przy pomocy tylko jednego kryterium, cnoty. Dla mnie każdy dobry cudzoziemiec jest Grekiem a każdy zły Grek jest gorszy od barbarzyńcy. Jeśli kiedykolwiek pojawią się wśród was waśnie, to nie sięgniecie po broń, lecz je rozwiążecie w sposób pokojowy. W razie potrzeby ja będę waszym rozjemcą. Boga nie powinniście uważać za samowładnego rządcę, lecz za wspólnego Ojca wszystkich… Ze swojej strony, wszystkich uważam za równych, białych i czarnoskórych. Chciałbym też, abyście nie byli tylko obywatelami mojej wspólnoty, lecz uczestnikami, abyście wszyscy byli współtowarzyszami. We wszystkim tym, co leży w mojej gestii dołożę starań, aby zostało wykonane to, co obiecuję. Tę przysięgę, którą złożyliśmy dzisiejszego wieczoru za pośrednictwem libacji, zachowajcie jako symbol miłości”.

Przyciągają naszą uwagę niektóre sformułowania Wezwania: „uniwersalna ojczyzna, posiadająca wspólne prawa”, jak np. obecnie Unia Europejska 27 państw. Tą „uniwersalną ojczyzną” będą rządzić „najlepsi, niezależnie od przynależności plemiennej”. Wszelakie „waśnie” będą rozwiązywane „w sposób pokojowy” a nie przy pomocy „broni”. „Wszyscy” obywatele w „uniwersalnej ojczyźnie-Unii” będą „równi, biali i czarnoskórzy”. To znaczy, nie będą brane pod uwagę podziały plemienne i społeczne. Mieszkańcy nie będą tylko „obywatelami wspólnoty”, lecz „wszyscy będą uczestnikami” i wszyscy będą „współtowarzyszami”. To znaczy, solidarność nie tylko podczas sukcesów, lecz również w trakcie problemów. Tłem tego Wezwania Aleksandra Wlk. jest miłość; nie pochodząca od ludzi, ale od Boga. On sam opisuje „Boga nie jako samowładnego rządcę, lecz jako wspólnego Ojca wszystkich”. Natomiast za Jego przedstawiciela na ziemi uważa siebie samego. Wezwanie to określa siebie w zamykającym je sformułowaniu mianem „Symbolu miłości”.

Studium i dogłębna analiza „Symbolu miłości” prowadzą do jednego wspólnego wniosku. Przecierają nowy szlak, nową ogólnoświatową marszrutę, na bazie wszakże zasad i wartości, mając w swym epicentrum człowieka jako osobę a nie bezosobowy pieniądz, kapitał. To ostatnie jest akceptowane jako środek materialnego i duchowego rozwoju „Wspólnoty” ludów i ich państw. Elementem dominującym jest tutaj człowiek jako osobowość. Pieniądz, kapitał funkcjonuje tutaj jako narzędzie użytkowe, a nie jako cel sam w sobie. Odwrócenie tych dwóch czynników jest w Uniwersalnej Unii WEZWANIA odrzucane. Mowa w nim nie o „obywatelach”, tzn. zwykłych członkach, lecz o „uczestnikach” i „współtowarzyszach”. W tym „uczestnictwie” i w tym „współtowarzyszeniu” mają swoje miejsce nie tylko jacyś nieliczni czy też nawet wielu wybranych spośród nielicznych, ale „WSZYSCY” bez wyjątku.

 Wezwanie jest skierowane do wszystkich.

Ażeby uwspółcześnić WEZWANIE, „Symbol miłości”, który jest praktycznie interpretowany jako „Umowa solidarności”, zastanówmy się nad naszą, obecną, „Unią Europejską”. 27 państw-narodów, jako członkowie, (jutro będzie ich więcej), są wszystkie między sobą „obywatelami”. Są „europejskimi obywatelami”, zgodnie z tym, co się deklaruje. Jednakże, tylko 17 spośród nich jest „uczestnikami” i „współtowarzyszami” w zakresie pieniądza, kapitału, jako członkowie „unii monetarnej”, Eurogrupy. Poza tym, że również tutaj mowa o bardzo wąskim rdzeniu, poza pojęciem solidarności. To ona dyktuje swoje interesy „współtowarzyszom”, którzy nie mogą być w równym stopniu konkurencyjni z wielu różnych powodów. I prawdopodobnie nie powinni być konkurencyjni, aby funkcjonować jako „obywatele” raczej, aniżeli jako „współtowarzysze”.

Zasady i wartości ludów i kultur członków „Unii Europejskiej” nie są brane pod uwagę ani nawet sugerowane w „Unii monetarnej”. Tutaj w cyniczny sposób obowiązuje apoteoza Materii, w postaci pieniądza, waluty. Złożenie w ofierze wartości na ołtarzu kapitału. W konsekwencji więc, Unia solidarności na pokaz a nie w sposób istotny. Unia składa się z państw-narodów „chrześcijańskich” (rzymski katolicyzm, protestantyzm, prawosławie). Mimo to, „Symbol miłości”, tzn. solidarność, okazuje się być pustą literą, zgodnie ze świadectwem przywódców świata europejskiej polityki i intelektu.

3. Duchowe przejawy reakcji świata Prawosławiaza pośrednictwem jego nauczania i życia

a) Rozłam

WEZWANIE Aleksandra spotkało się z odzewem u dwóch bezpośrednio następujących po sobie uniwersalności lub globalności. Są to Pax Romana razem z Jus Romanum. Chodzi tu o wybitnie militarystycznie zdyscyplinowane uniwersum-wspólnotę. Dzisiejszym jego ideologicznym następcą jest rzymskokatolicki duch. Pax Romana rozpościera się geograficznie na trzy kontynenty:Europę, Azję i Afrykę, mając za swój pomost bezpośredniej komunikacji basem Morza Śródziemnego.

Pomimo surowego militaryzmu zaadoptował on, jako uniwersum, jako Jus Romanum, aleksandryjską cywilizację jako stojącą wyżej od niego. Uczynił język grecki oficjalnym językiem wspólnoty. Przekształca się on a następnie formuje jako Pax Helleno Romana. Grecko-rzymskie uniwersum jest osobliwą globalizacją. W jego tle, w zalążkach, można wykryć „Symbol miłości”. Siłą rzeczy staje się wehikułem dla przyjścia na planetę Ziemia Pax Christiana.

Pax Christiana jest unikalnym ogólnoświatowym lub uniwersalnym wydarzeniem, ponieważ pochodzi z objawienia. W konsekwencji mówimy o uniwersalności lub globalności nie z tego świata. Przypomnijmy świadectwo naszego Pana wobec przedstawicieli zglobalizowanego Pax Romana: „Królestwo Moje nie jest z tego świata” (Jn 18,36). Wydarzenie to z natury ma charakter duchowy. Nie ma w ontologiczny sposób jakiegokolwiek związku z polityczno-ekonomicznymi ludzkimi korporacjami-zjednoczeniami. One są oparte na KAPITALE, na MATERII, która wytwarza cywilizację materialną. A ta jest poruszana przy pomocy określonej waluty-pieniądza. Przypomnijmy sobie np. raz jeszcze naszą „Unię monetarną”, wewnątrz Unii Europejskiej, jako Eurogrupę.

Pax Christiana, to znaczy uniwersalny pokój-prawda w Chrystusie, mający za swoją podstawę  „miłość w Chrystusie”, która nam przypomina „Symbol miłości” Aleksandra, jako prekursora Chrystusa, znajduje się w stanie nieustannego ROZŁAMU, u podstaw wartości duchowych, za pośrednictwem antropocentrycznych globalizacji historii rodzaju ludzkiego. One ubóstwiają MATERIĘ w postaci pieniądza, kapitału, kosztem degradacji czci i godności człowieka, jako ekonomicznej Res. Chrześcijaństwo porusza się w kierunku przeciwnym. Ma ono na celu, zamiast ubóstwienia materii, przebóstwienie człowieka. Co jest nieustannym procesem i drogą za pośrednictwem Kościoła Chrystusowego. Fakt ten stanowi centralną wartość duchową chrześcijańskiego uniwersum. W sposób szczególny stanowi kwintesencję wschodniego prawosławnego chrześcijaństwa.

Materia, pieniądz, poprzez różne formy globalizacji, jak ta której my, Grecy, ogólnie i osobiście w tych dniach doświadczamy, jest uważany i oceniany jako funkcja-organ-narzędzie użytkowe. Jego miejsce jest służebne wobec człowieka, jego zasad i wartości, wewnątrz chrześcijańskiego uniwersum, chrześcijańskiego świata.

Powyższe stanowiska nie są nasze. Pismo Święte, Tradycja Święta (quod semper, quod ubisque, quod ab omnibus creditum est) oraz ich autentyczna interpretacja przez Ojców Kościoła, niegdyś i dzisiaj, orędują oraz głoszą tę uniwersalność jako globalność.

Pax Christiana, wskutek powyższego, porusza się trwale i stabilnie w kierunku ROZŁAMU z ponadczasowymi – nawet tą dzisiejszą – globalizacjami materii za pośrednictwem pieniądza. Bogiem jest materia. Bogiem jest materialny człowiek. Materializm, jako byt filozoficzny i ekonomiczny, został odrzucony przez nauczanie Kościoła jako system panteistyczny. Kościół akceptuje byt i tożsamość materii, ale jako środek. Materia jest środkiem, a nie celem. Ta interpretacja pośredniego rozwiązania jest trwale odpowiednia z chrześcijańskiego punktu widzenia. Jednakże jest dzisiaj odrzucana przez gromadzących kapitał materii. W danym przypadku, mówiąc językiem współczesnym, odnosimy się do agencji ratingowych gospodarki światowej. Mówimy o wielkich bossach – nieusypiających oczach zglobalizowanego kapitału. Nazywają się: Moody’s, Standard and Poor’s oraz Fitch. Polem działania są rynki międzynarodowe.

b) Nauczanie Kościoła Prawosławnegow tej kwestii

Jaką GLOBALIZACJĘ mają na myśli i promują źródła naszej wiary? Pismo Święte i Tradycja Święta Ojców oraz instytucje naszego pierwotnego Kościoła chrześcijańskiego. Tego, którego autorytet aż po dzień dzisiejszy jest zachowywany nieskalanie we wschodnim chrześcijaństwie.

(1) W Starym Testamencie występują bardzo liczne wypowiedzi i wydarzenia, za pośrednictwem których analizuje się i dotyka nowej uniwersalności, nowej globalności, nowego uniwersum, nowego świata. Pierwszą wartością jest tutaj jednoczący Bóg; drugą wartością jest przebóstwiony człowiek; człowiek jednoczący się z Bogiem.

Przytaczamy kilka przykładów na temat tego, do jakiej globalizacji dążą ludzie Boży. Parami: Bóg – człowiek. Pan – Abraham „uczynię z ciebie wielki naród” (Rdz 12,2); Pan – Abraham jako błogosławieństwo dla „wszystkich narodów ziemi” oraz „wielkiego i potężnego narodu” (Rdz 18,16-18); Pan – Dawid: „Tyś Synem Moim, Ja Ciebie dziś zrodziłem. Żądaj ode Mnie, a dam Ci narody w dziedzictwo i w posiadanie Twoje krańce ziemi” (Ps 2,7-8); Pan – „Przyjdą wszystkie ludy, które stworzyłeś, i Tobie, Panie, pokłon oddadzą, i będą sławiły Twe imię” (Ps 85,9-10); Pan – „Wszystkie narody do niej popłyną”, „Naród przeciw narodowi nie podniesie miecza, nie będą się więcej zaprawiać do wojny” (Iz 2,2-4); „Dziecię”, „Syn”, „na Jego barkach spoczęła władza”, „Jego imię: Anioł Wielkiej Rady”, „Bóg mocny, Władca, Książę pokoju, Ojciec przyszłego wieku”, „Jego pokój nie ma granic” – „będą Mu służyły wszystkie ludy, plemiona i języki” (Iz 9,1-7 oraz Dn 7,13-14); „Pan Wszechmogący w Jeruzalem” – „liczne ludy i mnogie narody przychodzić będą, aby szukać oblicza Pana Wszechmogącego w Jeruzalem” (Za 8,20-23).

(2) W Nowym Testamencie ta jednocząca uniwersalna lub globalna tendencja istniejąca między Bogiem i człowiekiem jest wyraźnie namacalna. Dotyczy jakości, ale też miary.

JAKOŚĆ. Jaka i czymże ona jest? Jest „światłością” skierowaną do wszystkich, a nie tylko do niektórych. „Ustanowiłem Cię światłością dla pogan, abyś był zbawieniem aż po krańce ziemi” (Dz 13,47). W ten sposób jest interpretowane fundamentalne polecenie Pana: „Idźcie więc i nauczajcie wszystkie narody, udzielając im chrztu w imię Ojca i Syna, i Ducha Świętego” (Mt 28,19). Światłość ta jest czysta, a nie „półcieniem”. Jest Trynitarnym Bogiem.

Jest „wiarą”. W co? W Ewangelię Chrystusa. „Ewangelia Chrystusa” „jest mocą Bożą ku zbawieniu dla każdego wierzącego, najpierw dla Żyda, potem dla Greka… a sprawiedliwy z wiary żyć będzie” (Rz 1,16-17).

Jest „solidarnością” i „równością” wobec wszystkich i ze strony wszystkich, bez wyjątku. „Nie ma już różnicy między Żydem a Grekiem. Jeden jest bowiem Pan wszystkich. On to rozdziela swe bogactwa wszystkim, którzy Go wzywają” (Rz 10,12-21). Sformułowanie rozdziela swe bogactwa wszystkim stanowi wielkość solidarnej i równoprawnej miłości do wszystkich narodów. Jeśli zaś ciekawy badacz zapragnie porównać ten fakt z dzisiejszą „solidarnością” wśród uniwersum zglobalizowanej Eurostrefy, gdzie panują walutowe rozróżnienia między ludami Północy i Południa, to zrozumie, jakiego rodzaju jest europejska solidarność. Jest póki co faktem pod względem zjawiska, a nie pod względem rzeczywistości.  Potrzeba jeszcze wiele pracy, aby od zjawiska zbliżyć się do rzeczywistości.

Jest w końcu „nadzieją”. Uniwersalna nadzieja jest obecna, albowiem podąża wespół. Powszechna nadzieja jest określana jako Boska i ludzka cecha. Gdyż „w Nim poganie pokładać będą nadzieję”, „a Bóg nadziei” jest Bogiem. W trakcie, zgodnego z Bogiem i Chrystusem, procesu jednoczenia uniwersum, świata (Global), Boża nadzieja, niczym ciemność, opasuje i pokrywa rodzaj ludzki, ażeby była pewność nadmiaru tej nadziei, zamiast beznadziejności; abyście przez moc Ducha Świętego byli bogaci w nadzieję (Rz 15,13). Jaki jest tego cel? Boża troska o wsparcie rodzaju ludzkiego w celu uniknięcia ogólnoludzkiego, duchowego lub cielesnego, grupowego czy indywidualnego, samobójstwa. W taki sposób interpretujemy dzisiejsze przypadki samobójstw dusz lub ciał, z powodu ekonomicznej i walutowej globalizacji naszych czasów, mającej za swe epicentrum Europę a szczególnie jej ludy z Południa (wśród nich pierwsze miejsce zajmuje chrześcijańska Grecja, zgodnie z tym, co się mówi, rozpowszechnia i odczuwa). Samobójstwa dusz są tutaj nieokreślone liczebnie; cielesne zaś bardzo liczne.

Ale przystąpmy też do MIARY. Droga ta może nas wyciągnąć z wszelkiego kryzysu. W danym przypadku, może nas uwolnić od negatywnych symptomów i faktów ekonomicznej globalizacji, przez którą przechodzimy. Ponieważ jako pojazd służący do wyjścia z tej sytuacji zostanie wykorzystana nasza świadomość, że należymy jednak przede wszystkim do uniwersalnego świata zasad i wartości, a dopiero w drugiej kolejności do świata walut, kruszców oraz pieniędzy, a i to traktowanych jako środki, a nie cele.

Słowo ewangeliczne i apostolskie, w danym przypadku, nie ma jedynie charakteru prorockiego – gdyż taki oczywiście posiada – ale też rzeczywisty. Gdyż przeżywamy je w naszych czasach w sposób nieoczekiwany i przynoszący wytchnienie.

Ewangelista Mateusz, idąc w ślad za prorokiem Izajaszem, opisuje w telegraficzny sposób naszych czasów, wszelkich naszych czasów, kryzys ekonomiczny i tragedię. Ażeby odnieść się do chrześcijańskiego uniwersum zasad i wartości. Używa tego samego, co współcześnie, określenia κρίσις(„kryzys”–„sąd”)*. Natomiast wyjście z niego jest określane jako „zwycięstwo”. Pisze więc: „aż zwycięsko sąd/kryzys przeprowadzi” (Mt 12,20). Cały ten fragment brzmi następująco: „Trzciny zgniecionej nie złamie ani knota tlejącego nie dogasi, aż zwycięsko sąd/kryzys przeprowadzi. W Jego imieniu narody nadzieję pokładać będą”. Mamy też inne, temu podobne. Powyższe jednak wyraża naszą myśl w sposób najbardziej reprezentatywny.

I dochodzimy do ewangelicznej oraz apostolskiej recepty, zgodnej z powyższym. 1 Tm 6,8-9: „Mając natomiast żywność i odzienie, i dach nad głową, bądźmy z tego zadowoleni! A ci, którzy chcą się bogacić, wpadają w pokusę i w zasadzkę oraz w liczne nierozumne i szkodliwe pożądania. One to pogrążają ludzi w zgubę i zatracenie. Albowiem korzeniem wszelkiego zła jest chciwość pieniędzy”. W powiązaniu z Mt 6,31-32: „O małej wiary! Nie troszczcie się więc zbytnio i nie mówcie: co będziemy jeść? co będziemy pić? czym będziemy się przyodziewać? Bo o to wszystko poganie zabiegają. Przecież Ojciec wasz niebieski wie, że tego wszystkiego potrzebujecie”.

Tak więc, zgodnie z nauczaniem chrześcijańskiej wiary prawosławnej, której Arką jest Kościół Chrystusowy, ziemskie formy globalizacji, jak np. w naszych czasach, są u swych podstaw, z powodu ubóstwienia materii (w danym przypadku pieniądza), nieludzkie i przeciwstawne, ponieważ brak im lub się z nich wycofują ogólnoludzkie wartości duchowe i społeczne. Nasze narody są członkami takiej globalizacji za pośrednictwem Unii Europejskiej ludów i kultur oraz wartości. Kultury te i ich wartości są jak gdyby jeszcze te same, gdyż są wyblakłe i pogrążone w recesji, z powodu monetarnej Eurostrefy. Stwierdza się tutaj chaotyczny odwrót wartości duchowych wobec kruszców i walut, to znaczy wobec kapitału. Taka jest naga rzeczywistość.

4. Iw jaki sposóbreagujemya) jakochrześcijański, a w szczególnościb) jakoPrawosławnyKościół,w teorii i w praktyce?

Jakie jest wcielone, oraz wyrażone w pełnych wiedzy słowach, świadectwo całego chrześcijaństwa a szczególnie wschodniego chrześcijaństwa? Za pośrednictwem jego teologii i jego życia oraz za pośrednictwem jego oficjalnego systemu zarządzania w skali globalnej i lokalnej.

a) Świadectwo teologiczne w szerszymplanie. Wśród chrześcijańskiego uniwersum są reakcje. Na przykład, Światowa Rada Kościołów oraz Lokalne Kościoły Prawosławne, jako jej członkowie, oraz inne odgałęzienia rad wyznań protestanckich, już od 20 lat studiują i analizują nowe zjawisko ekonomicznej globalizacji, na bazie nakazów ewangelicznych i patrystycznych. Podaje się też antidotum: Miłość w Chrystusie Bogu; wyzwanie globalizacji (The Challenge of Globalization); zglobalizowane uniwersum (The globalized oikoumene vs The oikoumene of faith and solidarity). Pytanie, skierowane do Kościołów i wyznań – członków ŚRK na Zgromadzeniu Ogólnym w Harare w 1998 roku, „How do we live our faith in the context of globalization, stało się okazją do dalszych poszczególnych badań w tej kwestii. Najbardziej znaczącą oficjalnie inicjatywą po Harare była ta z 2006 roku, na Zgromadzeniu Ogólnym ŚRK w Porto Alegre, w Brazylii. Studium i badanie kwestii „Ubóstwo, bogactwo i ekologia” (Poverty, Wealth and Ecology), dało impuls do powstania tego, co jest nazywane AGAPE Process”. Jest to coś podobnego do tego, co już nazwaliśmy „Umową Miłości”.

b) Świadectwo teologiczne w świecie Prawosławia. Studia, artykuły, odczyty, konferencje są poświęcane w całości lub częściowo naszej kwestii. Szczególnie kwestia ta zajmuje ostatnio również grecko-prawosławną teologię, z powodu kryzysu ekonomicznego, który panuje i jest odczuwany w Grecji. Wydziały Teologiczne, Lokalne Kościoły Prawosławne, inne organizacje prawosławne lub czynniki społeczne podchodzą do tej kwestii. Na przykład obecna inicjatywa Kościoła Prawosławnego w Polsce jest godna zauważenia, naśladowania i gratulacji.

c) Oficjalne świadectwo Kościołów. Nie mamy jeszcze, oprócz poszczególnych przykładów podejścia do tej kwestii ze strony Zwierzchników Kościołów Prawosławnych, żadnego oficjalnego Ogólnoprawosławnego Soboru lub Konferencji, która by się zajęła specjalnie tą kwestią za pośrednictwem konkretnego oficjalnego tekstu. Oczywiście, w jakimś momencie to nastąpi. Pewnymi działaniami pośrednimi w tej kwestii, lecz w innych ogólnoświatowych ramach, są te z 1986 roku, a głównie spotkanie Zwierzchników w październiku 2008. Wspomnijmy, jako punkt odniesienia i – można by powiedzieć – mapę drogową, przemówienie w 1999 roku Patriarchy Ekumenicznego Bartłomieja w Davos, gdzie ma miejsce ogólnoświatowe doroczne bicie tętna i tchnienie kapitalizmu. Mowa tam była o „Moralnych dylematach globalizacji”. Pierwszy Biskup Wschodniego Kościoła Prawosławnego uważa, że globalizacja ekonomii stanowi marzenie jednych, lecz obawę innych. Ekonomiczna globalizacja obiecuje bardzo wiele nielicznym i bardzo niewiele licznym. Jest uroczystym potwierdzeniem zasady wszelkiego rodzaju podziałów, głównie na podstawie dóbr materialnych. Fakt ten stanowi najbardziej gwałtowną formę podziałów między ludźmi. Dlatego też najbardziej niebezpieczną, możemy dodać.

Chrześcijańskie uniwersum porusza się, stale i ponadczasowo, na antypodach ekonomicznego uniwersum. Wizją i doświadczeniem, szczególnie prawosławnego chrześcijańskiego uniwersum, jest ogólnoświatowa wspólnota miłości i solidarności (the vision of Orthodoxy for a global society of love and solidarity), mówi Zwierzchnik Kościoła Prawosławnego. Zamiast tego, wizją i doświadczeniem ekonomicznej globalizacji jest kapitał i jego pomnażanie za pośrednictwem rynków, tylko i wyłącznie dla korzyści oraz dominacji nielicznych. Dominacja lub arogancja jako „chciwość pieniędzy” (1 Tm 6,9).

Jednakże, choć chrześcijańskie uniwersum różni się zasadniczo i ontologicznie od globalizacji ekonomicznej („Christian ecumenicity differs substantially from globalization”), to Kościół Chrześcijański a szczególnie Kościół Prawosławny koegzystuje i podąża wraz z wszelkiej postaci ludzką globalizacją, ponieważ porusza się wewnątrz burzliwej historii rodzaju ludzkiego. On również ma za swój cel pewną formę globalizacji, za pośrednictwem swego nauczania i praktycznego życia, niezależnie też od kierunku wiary.

Jak podkreśla Ekumeniczny Patriarcha Konstantynopola, Kościół kocha każdego człowieka i doświadcza oraz wspólnie przeżywa fakt zjednoczenia rodzaju ludzkiego, w największym, najczęściej, stopniu. Mówi do kapitalistów z Davos: „The Orthodox Church has experienced and cultivated the idea of spiritual ecumenicity, a form of globalization that proclaims that all human beings of every race and language and of all cultures should be united by bonds of love, brotherhood and cooperation… the Church loves everyone. It also experiences the unity of human kind to its fullest”. Stanowisko to jest niezmiennym rdzeniem ponadczasowego duchowego uniwersum w świecie w przeciwieństwie do za każdym razem zmieniającej się twardej lub słabej globalizacji ekonomicznej. To pierwsze jest potomstwem ducha, Ducha Bożego, źródeł wiary, Pisma Świętego i Tradycji, autorytetu interpretatorów tych źródeł, tzn. Ojców Kościoła i jego Praojców. Ich czystą, proroczą i uniwersalną koncepcją jest „Symbol lub Umowa miłości”.

Ale wyszczególnijmy odrobinę przeżywanie dramatu ekonomicznej globalizacji w dniu dzisiejszym w pewnym zakątku Ziemi, w Grecji.

5. Obecna rzeczywistość globalizacji ekonomicznej i koegzystowanie z nią np. w Grecji, w Kościele Greckim

Hierarchia i całe duchowieństwo, zastępy mnichów, z wyjątkiem nielicznych przypadków rażącego zgorszenia, oraz wierzący lud Boży, walecznie stawiają czoło problemowi. Główną cechą charakterystyczną problemu jest nagłe powszechne zubożenie pod względem dóbr materialnych, lecz również powolny upadek względem wartości duchowych. Święty Sobór Biskupów, na czele ze Zwierzchnikiem i Przewodniczącym Św. Synodu Kościoła Greckiego, Wielce Błogosławionym Arcybiskupem Aten i całej Hellady Hieronimem, jest liderem ewangelicznej i apostolskiej próby – i udowadnia to w praktyce „mocą Ducha Świętego” – zastosowania, w życiu codziennym, ewangelicznej i apostolskiej recepty, która została już wspomniana.

Zasługuje w tym miejscu na powtórzenie: „O małej wiary! Nie troszczcie się więc zbytnio i nie mówcie: co będziemy jeść? co będziemy pić? czym będziemy się przyodziewać? Bo o to wszystko poganie zabiegają. Przecież Ojciec wasz niebieski wie, że tego wszystkiego potrzebujecie” (Mt 6,31-32). W połączeniu z praktycznymi środkami: „Mając natomiast żywność i odzienie, i dach nad głową, bądźmy z tego zadowoleni! A ci, którzy chcą się bogacić, wpadają w pokusę i w zasadzkę oraz w liczne nierozumne i szkodliwe pożądania. One to pogrążają ludzi w zgubę i zatracenie. Albowiem korzeniem wszelkiego zła jest chciwość pieniędzy” (1 Tm 6,8-9). Współpracownicy Kościoła, codziennie i w większości przypadków bez rozgłosu oraz pośród „bezgłośnych westchnień”, troszczą się o wszystko, co niezbędne. Zgodnie z apostolskim nakazem, łagodzą głód, psychiczny ból i nędzę potrzebujących natychmiastowej pomocy dziesiątków tysięcy naszych bliźnich, Greków i zagranicznych uchodźców. Każdy metropolita ponosi duszpasterską odpowiedzialność za miłość i solidarność w praktyce, wobec wszystkich wiernych jego diecezji. Arcybiskup wszakże, wraz ze swoim Św. Synodem, niesie na swoich barkach krzyż ogólnego dramatu i męczeństwa całego stada. W ten sposób jest też wyjaśniane Jego zobowiązanie do dzielenia się tym dramatem przed obliczem wszelkiej władzy tego świata.

Charakterystyczne jest np. Jego pełne niepokoju wołanie do premiera naszego kraju a za jego pośrednictwem do jego partnerów z Eurostrefy w Unii Europejskiej. Chodzi o Jego List otwarty o wzięcie odpowiedzialności oraz o moralne i materialne wsparcie skierowane głównie do „ściąganego w dół” ludu Bożego, który będąc samowystarczalny „pewnej nocy” obudził się całkowicie ubogi, w sposób nieoczekiwany i pozbawiony nadziei.

Jakie jest Przesłanie Arcybiskupa Aten i całej Hellady do „tych, którzy uchodzą za władców narodów”? Po pierwsze dokonuje dramatycznych stwierdzeń, dotyczących ludu, stada całego Kościoła; po drugie kwestionuje kapitalistyczną „zabójczą lub śmiercionośną receptę” wyjścia greckiego ludu z kryzysu ekonomicznego; a po trzecie wskazuje inną drogę rozwiązania dramatu ekonomicznego i duchowego.

a) Jego stwierdzenia są poruszające. Nie są one wynikiem jakiejś filologii politycznej, dziennikarskiej lub telewizyjnej oraz informacji, zrośniętej już z korupcją i deprecjacją całego systemu politycznego. Są wyrazem Jego osobistych doświadczeń, codziennych. Obywatele całymi tysiącami kołatają bezpośrednio lub pośrednio poprzez kurię arcybiskupią, metropolie i parafie do Jego drzwi. On sam staje się osobiście członkiem i uczestnikiem opisywanego przez siebie dramatu duszy i ciała narodu. Jego gabinet jest nieograniczonym miejscem wyznawania osobistych i zbiorowych dramatów, z powodu kryzysu ekonomicznego.

Oto, w jaki sposób dosłownie wyraża ten dramat: „Rozdziera się nasze serce a umysł jest zamroczony tym, co się ostatnimi czasy wydarzyło i nadal się dzieje w naszym kraju. Ludzie z godnością tracą, w jednej chwili, pracę a nawet swój dom. Zjawisko bezdomnych, ale też głodnych – zjawisko z czasów okupacji – nabiera koszmarnych rozmiarów. Bezrobotnych przybywa tysiącami z dnia na dzień. To samo dotyczy kłódek na małych i średnich przedsiębiorstwach. Młodzi ludzie, najlepsze umysły naszego kraju, wybierają drogę emigracji. Nasi ojcowie nie mogą żyć, po dramatycznych cięciach swoich emerytur. Ojcowie rodzin a szczególnie ci najbiedniejsi, wielodzietni, pracujący dorywczo, są pogrążeni w rozpaczy, po kolejnych cięciach swoich zarobków i nowych podatkach nie do wytrzymania. Bezprecedensowa cierpliwość Greków zaczyna się wyczerpywać, gniew odsuwa na bok lęk a zagrożenie wybuchem społecznym nie może już być ignorowane ani przez tych, którzy wydają rozkazy, ani przez tych, którzy wykonują ich zabójcze nakazy. W tych trudnych i – niewątpliwie – krytycznych godzinach wszyscy winniśmy wiedzieć i rozumieć, co oznacza fakt, że niepewność, rozpacz i depresja zagnieździły się w każdym greckim domu. Że niestety spowodowały – i nadal powodują – nawet samobójstwa wśród tych, którzy nie byli w stanie wytrzymać dramatu rodzin i bólu swoich dzieci”.

b) Jego Eminencja wyraża, otwarcie zresztą, swe zasadnicze wątpliwości wobec coraz to nowych „zabójczych recept” lub „śmiercionośnych recept” kapitalistycznych wierzycieli Grecji.  Depczą one nie tylko osobistą, ale też duchową i historyczną oraz narodową godność obywateli naszej ojczyzny. Pożyczają po to, aby z całą pewnością więcej zainkasować, czyniąc przez to lud nieproporcjonalnie strasznie ubogim. Jest to prawdziwa interpretacja „solidarności” między ludami Europy, którą zwiastuje EUROGROUP; to ona jest głównym ramieniem ogólnoświatowego ekonomicznego imperium nielicznych.

Jego Eminencja pisze: „Żąda się coraz większych dawek leku, który okazuje się być śmiercionośny. Żądają zobowiązań, które nie rozwiązują problemu, lecz tylko doraźnie odwlekają zapowiedzianą śmierć naszej gospodarki… A jednocześnie biorą w zastaw naszą narodową suwerenność. Biorą w zastaw bogactwo, którym dysponujemy, ale też to, które mogą zyskać na naszych terytoriach i morzach. Biorą w zastaw wolność, demokrację, naszą godność narodową. Rozczarowani, zdesperowani i pogrążeni w niepokoju Grecy pytają nas i żądają odpowiedzialnych, szczerych i przekonujących odpowiedzi. Pytają, co im przyniesie następny dzień. Pytają, dokąd zmierza nasza ojczyzna. Pytają, co może w końcu powstrzymać ten dramat. Co może odrodzić straconą nadzieję. Jednakże, niestety! Przy formułowaniu decyzji głosy zrozpaczonych, głosy Greków, są prowokacyjnie ignorowane. Niestety, dzisiaj my, Grecy, nie znajdujemy odpowiedzi ani na to, co się stało, i na to, co nadal się dzieje, ani na to, co jest żądane przez cudzoziemców. Jest też, faktycznie, co najmniej podejrzany ich upór przy nieudanych receptach. Prowokacyjne są też ich roszczenia wobec naszej narodowej suwerenności. I to jest, być może, najbardziej niepokojące. Nikt też nie może zignorować faktu, że wytrzymałość ludzi wokół nas uległa wyczerpaniu. Podobnie jak wyczerpaniu uległa wytrzymałość realnej ekonomii”.

c) Jaka, w końcu, jest prawidłowa odpowiedź na powyższą burzę ekonomiczną? Arcybiskup nie widzi innego wyjścia z tego ślepego zaułka jak tylko ponadczasowo potwierdzona, skuteczna, klasyczna zasada „solidarności”, pod względem rzeczywistości a nie zjawiska, ze znanej nam „Umowy miłości” aleksandryjskiego i chrześcijańskiego oraz ewangelicznego pokoju. Jego Eminencja pisze też do możnych Europy za pośrednictwem premiera Grecji, co czyni w danym przypadku Kościół i w jaki sposób powinni oni sami na to odpowiedzieć, nie tylko w sposób finansowy lecz również ludzki.

Pisze: „W obliczu tego wszystkiego Kościół Grecki wykorzystuje każdą możliwość solidarności. Jest też czynnikiem pozytywnym to, że pośród takiego zamglenia wybija się na czoło wrażliwość, honor oraz czysty patriotyzm Greków. Aby dać talerz z jedzeniem, ubranie, oddech życia dla zrozpaczonych”. Jednocześnie jednak wskazuje inną drogę duchowej zachęty i ekonomicznego ożywienia, tzn. rozwoju, „stworzenia nadziei i perspektywy dla każdej Greczynki i każdego Greka”, ale też z poczuciem pokajania i z „niezachwianą pewnością, że z pomocą Bożą i wiarą w nasze możliwości możemy sobie z tym poradzić”. I pośród tego całego zawrotu głowy, którego naród doświadcza, duchowy Przywódca wskazuje kierunek-początek swej własnej drogi: „Grecja kultury, Grecja historii, Grecja tradycji, nie może zginąć ani dlatego, że niektórzy w to uwierzyli, ani dlatego, że niektórzy mogą tego pragnąć. Nasza Grecja może stanąć na nogi. Może, ponownie, ruszyć do przodu. Ekscelencjo, Panie Premierze, tej drogi poszukujemy i oczekujemy dzisiaj, my Grecy…”.

6. Opinieocenypropozycje

Z powyższego swobodnego badania bez żadnego wysiłku wysnuwają się nasze poniższe wnioski lub oceny.

a) Nauczanie i praktyka chrześcijańskiego Kościoła Prawosławnego  na temat ponadczasowego, w różnych postaciach, zjawiska-kwestii ekonomicznej globalizacji jest jasne i wyraźne. Chrześcijańskie uniwersum nie może, ze swej natury, zadawać się z wszelkiego rodzaju ludzkimi globalizacjami, głównie na bazie ekonomii, kapitału. Pierwszą w kolejności rzeczywistością jest uniwersalność lub globalność zasad i wartości, na bazie prawdy pochodzącej z objawienia. Drugą tworzy system ekonomiczny w ludzkich wymiarach, na bazie materii. Który jest określany jako kapitał, pieniądz, waluta. Jest ludzkim wytworem, wytworem ludzkich umysłów i rąk.

b) Mimo to, dialog wspólnego historycznego biegu obydwu światów jest możliwy i uzasadniony jako konieczny. Istnieje podstawa dialogu. Ponieważ wszelkiego rodzaju dobra materialne tego świata kosztują wszyscy, zarówno materialiści jak i ludzie duchowi, odpowiednio do swojej podatności. Jedni sycą się nimi jako celem samym w sobie (zwolennicy i wykonawcy zglobalizowanego kapitalizmu), drudzy zaś (wierni, wchodzący w skład chrześcijańskiego uniwersum) traktują jako środek, pozostający na usługach człowieka, który – ze swej natury – uczestniczy również w dobrach materialnych.

c) W szczególności, ludy-państwa Unii Europejskiej, czy to jako ich obywatele („europejscy obywatele”), czy to jako uczestnicy w wewnętrznej Eurostrefie, która tworzy podstawowe ramię ekonomicznej globalizacji, jak to już zostało wcześniej opisane, mogą prowadzić ze sobą dialog, na bazie równowagi wartości duchowych i materialnych. Unia Europejska, począwszy od pierwotnego celu jej powołania i swego Statutu, opiera się nie tylko na zasadach i wartościach ekonomicznych, lecz również duchowych. Eurostrefa, mimo to, jest przede wszystkim unią walutową. Kluczowe są tutaj kwestie: Czy jest możliwe, jako wizja europejskiego obywatela, aby w zglobalizowanej – za pośrednictwem Euro – Europie promował się tylko Homo Economicus a Homo Religiosus był izolowany i marginalizowany, jako fakt duchowy, kulturowy i społeczny? A nawet, z powodu historii, par excellence fakt europejski? Inna kwestia. W jaki sposób można zaakceptować to, że ten pierwszy opracowuje „równającą z ziemią ekspedycję”, a ten drugi jest sztucznie likwidowany? W międzyczasie, ten drugi, Homo Religiosus, dobroczynnie stoi na drodze doświadczeń współczesnego człowieka. Przypominamy np. praktyczne stanowisko i reakcję Kościoła Greckiego w tej kwestii.

d) A co się stanie, jeśli Homo Economicus zamyśli, aby pokierować, podporządkować i wchłonąć w siebie Hominem Religiosum? Odpowiedź na to bardzo krytyczne i ważne pytanie została udzielona z oficjalnego podium sali konferencyjnej Towarzystwa Literackiego i Historycznego PARNAS w Atenach, w dniu 11 maja 2011 r., podczas uroczystości przyjęcia jako honorowego członka Metropolity Salonik Anthimosa. Mówca powiedział wtedy: „Jeżeli ta opiewana globalizacja, zgodnie z tym, jak się dziś pokazuje lub objawia, zdoła poprowadzić świat, pod jednym jedynym zarządem, z niewidocznymi osobami, przy pomocy nowoczesnych środków elektronicznych, deprecjonowania religii, odrzucania wartości duchowych, ignorowania faktu istnienia Boga, deifikacji zyskownych dążeń walutowo-ekonomicznych, to ostatecznie, zgodnie z ludzką oceną, doprowadzi siebie do fiaska i rozpadu. Monety i banknoty, obligacje i akcje, nie mogą usatysfakcjonować ludzkich dusz na wyłączność, nie mogą zneutralizować ludzkich apelów o prawdę i sprawiedliwość, nie mogą zapewnić daru wolności. Homo Economicus nie może zostać postawiony w opozycji do Hominem Religiosum, tak czy owak poniesie klęskę. Niewątpliwie globalizacja posiada też swoje pozytywne strony, spośród których najważniejszą jest wzajemne zbliżenie między ludźmi oraz zapobieganie rozłamom i narodowym podziałom”. Do tego potrzebny jest instytucjonalny dialog na bazie poszanowania równowagi między Hominis Economici a Hominis Religiosi.

e) Teraz w sposób szczególny, na temat wpływów globalizacji na chrześcijańską, prawosławną Grecję. Nasza ojczyzna, już od dwóch lat, jako pierwsza spośród Unii Europejskiej, a szczególnie spośród Eurostrefy znajduje się w wirze „euroglobalizacji ekonomii i społeczeństw”. Musiała zostać potraktowana jak doświadczalne zwierzę, ażeby zło zostało tutaj zażegnane i rozwiązane przy pomocy greckich danych. Krótkowzroczna początkowa koncepcja. Jednakże problem, z powodu „euroglobalizacji”, rozprzestrzenił się na całe południe Europy i powoli podąża też na północ Europy. Odnieśliśmy się do duchowych i praktycznych reakcji Kościoła Greckiego. Oto, w jaki sposób problem jest streszczany w jednym zdaniu przez tego samego metropolitę w tym samym przemówieniu: „Grecja, w tej godzinie, odczuwa silną presję Unii Europejskiej, prawie że dławiącą, podczas gdy jednocześnie kierownictwo Europy twierdzi, że świadczy nam dobroczynność i nas ratuje. To oczywiście nie znaczy, że my, Grecy, nie dopuściliśmy się błędów. Ale ‘świadczyć dobroczynność’ i ‘wspierać’ nigdy nie oznacza ‘poniżać’ i ‘unicestwiać’”. A tym bardziej, możemy dodać, przy pomocy projekcji osławionej „solidarności”.

Przypisywanie jednak odpowiedzialności i „błędów” całemu zbiorowo narodowi greckiemu jest błędnym podejściem. „Błędy” nie są spowodowane przez miłujący ojczyznę, miłujący honor i miłujący trud naród grecki. Odpowiedzialnymi za ten „błąd” są jego przedstawiciele, politycy. Tutaj znajduje się przyczyna sprawcza zła. Politycy doprowadzili sprawy aż do takiego stanu, stąd też powszechnie uznaje się – przede wszystkim przez nich samych – że istniejący system polityczny został zdeprecjonowany i doprowadzony do skrajnej utraty reputacji za pośrednictwem widocznych zjawisk korupcji i dekadencji. Za ten upadek nie ponosi winy naród. Pokazał to ten sam naród podczas wyborów parlamentarnych w dniu 6-go maja br. Odesłał do domów prawie wszystkich winnych polityków, natomiast partie doprowadził do niezbędnej autokontroli i do dogłębnej samokrytyki, ażeby – odtąd – z odpowiedzialnością, rozwagą i pokorą przyczyniały się do właściwego zarządzania krajem w celu wyjścia z kryzysu. Aby doprowadziły, zgodnie z ewangelicznym sformułowaniem, sąd/kryzys do zwycięstwa. Z dala od „zabójczych i śmiercionośnych recept”, skierowanych przeciwko narodowi, o których mówił Arcybiskup Aten i całej Hellady Hieronim, jak to już zostało opisane.

f) Na koniec, odnośnie świata Prawosławia w politycznym systemie Unii Europejskiej, to powinien on zostać dodatkowo zaktywizowany w oficjalnym systemie wschodniego Prawosławia. Pokornie wyraża się opinię, że nie są dostateczne i nie wystarczają dotychczasowe właściwe działania. W najbardziej praktycznym celu odnotowuje się szczególną rolę in situ, tzn. w samym sercu politycznych decyzji w Brukseli, instytucji Conference of European Churches (CEC). W poważnych kwestiach, jak ta obecna, potrzebne jest ponadto inicjatywne instytucjonalne działanie pełne autorytetu i wiarygodności. Ekumeniczny Patriarchat Konstantynopola, jako Kościół zajmujący pierwszy Tron oraz Matka-Kościół europejskich lokalnych Patriarchatów Prawosławnych i Kościołów Autokefalicznych, posiada zobowiązujący dług koordynacji oraz przeprowadzania nowych zbiorowych akcji we współpracy ze Zwierzchnikami Kościołów.

Życzę, Wielce Błogosławiony Zwierzchniku Kościoła Prawosławnego w Polsce, Władyko Sawo, aby niniejszy tekst pomógł Wam w jakimś stopniu w tym samym kierunku. Skądinąd zresztą, obecne Obrady świadczą w najbardziej kategoryczny sposób o Waszym żywym zainteresowaniu, osobistym jak i Waszego Kościoła. Wy, z racji ogromnego autorytetu, jaki posiadacie w świecie Prawosławia, możecie w instytucjonalny sposób przyczynić się do całej tej sprawy.

Orientacyjne wskazówki bibliograficzne

1)     Ανθίμου, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, Η Ελληνική Ορθοδοξία ενώπιον της παγκοσμιοποιήσεως.

2)     Alexander’s the Great OATH in Opi (324 B.C.).

3)       Bartholomew Ecumenical Patriarch, Address given by His All Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew at the 1999 annual Davos meeting of the World Economic Forum: «Moral Dilemmas of Globalization».

4)       Βεργοπούλου Κ., Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη Χίμαιρα.

5)       Berdyaev N., The Fate of  Men in the Modern World.

6)       Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Φτώχεια: Το κύριο όπλο των Αγορών για την καθυπόταξη των Κρατών.

7)       Chaplin Vsevolod, Post-Soviet Countries: The need for new morals in economy.

8)       Dilikonstandis K., Church and Globalization.

9)       Duchrow Ulrich, Ökumene versus kapitalistisches Imperium.

10)  Zizioulas John, Being as Communion. Studies in Personhood and the Church.

11)  Ιερωνύμου Β΄, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Επιστολή στον Πρωθυπουργό της Ελλάδος Λ. Παπαδήμο, από 2 Φεβρουαρίου 2012.

12)  Ιωαννίδης Θ., Αγία Γραφή και Παγκοσμιοποίηση.

13)  Μαντζαρίδη Γ., Παγκοσμιοποίηση και Παγκοσμιότητα.

14)  Mshana R., Poverty, Wealth, Ecology: The Impact of Economic Globalization.

15)  Nissiotis N., From the Existence to the Coexistence. Society – Technology – Religion.

16)  Papaderos A., Orthodoxy and Economy. A Dialog with Alfred Müller Armack.

17)  PetruI., Social Justice. The problem of social justice in the Orthodox Tradition.

18)  Raiser K., For a culture of life. Transforming Globalization and Violence.

19)  Stogianos B., Revelation and Politics.

20)  Tsompanidis St., Ecclesiology and Globalization.

21)  Tenże, The Ecumenical process of AGAPE (=Alternative Globalization addressing People and Earth). An Orthodox Perspective.

22)  Φρίντμαν Τόμας, Το Lexus και η Εληά. Τί είναι η παγκοσμιοποίηση.

 * * * *

DEMOKRACJA W POJĘCIU KOŚCIOŁA PRAWOSŁAWNEGO

Dr Grigoris M. Liantas

Adiunkt w Wyższej Akademii Kościelnej

w Salonikach

W naszych czasach wartość ideału demokratycznego stała się impresywna w świadomości – politycznej, społecznej i religijnej – cywilizowanej ludzkości. Demokracja jest dzisiaj głównym postulatem ludów rozwiniętych[1].

Ten wielki fakt ma obecnie szczególne znaczenie dla dzieła Kościołów chrześcijańskich, ponieważ ideał demokratyczny i jego zastosowanie stanowią najbezpieczniejsze źródło oraz gwarancję w zakresie dokładnie tego, co chrześcijaństwo naucza i obiecuje, że zrealizuje w życiu człowieka.

Chrześcijaństwo jako suma światopoglądu, a zwłaszcza jako antropologiczne nauczanie, oferuje w sposób bezpośredni oraz pośredni najwyższą wersję pojęcia demokracji, jako instytucji państwowej, ale też jako najgłębszej cechy charakterystycznej życia grupy ludzi[2].

Zanim jednak przystąpimy do rozwinięcia naszego tematu, musimy zdefiniować pojęcie „demokracji”.

Demokracja[3], jest więc ustrojem, w którym władza polityczna znajduje swe źródło u ludu i jest sprawowana przez jego wybieranych przedstawicieli, w jego interesie. Chodzi tu o warunek, który zakłada system polityczny, w jakim władzę sprawuje lud.

W starożytnej Grecji demokracja jest formą rządów, w której prawo do zarządzania wspólnymi sprawami jest sprawowane przez wszystkich obywateli, którzy zbierają się na powszechnych zgromadzeniach ludu, gdzie decyzje są podejmowane większością głosów. Najbardziej znanym i, bez wątpienia, najbardziej kompletnym przykładem są Ateny z V wieku przed Chr.

Ustrój demokratyczny, jeśli jest wyrażany przez ludzi dysponujących demokratycznymi zasadami, jest najlepszym ustrojem.

Według Panagiotisa Kanellopoulosa[4], „demokracja nie jest ideologią lub teorią. Jest wolnym umysłem. Kiedy staje się on publicznie akceptowany, to wtedy mamy też oczywiście polityczny ustrój demokracji, ale nawet gdy nie jest akceptowany, to istnieje, funkcjonuje, napędza historię, i prędzej czy później obala tych, którzy go negują”.

Jednakże ustrój Kościoła prawosławnego nie jest demokratyczny w zwykłym sensie tego terminu, to znaczy, że każdy ma te same obowiązki i tę samą misję.

W przeszłości prof. Amilkas Alivizatos[5] twierdził, całkiem słusznie, że „zazwyczaj Kościół prawosławny jest określany jako demokratyczny a jego organizacja jest oparta na zasadach demokratycznych. Te pojęcia i ich sens, w odniesieniu do Kościoła, nie do końca są precyzyjne. Ani też rosyjski termin sobornost’ nie wydaje się być bardziej dokładny i raczej zbliża się do terminu „synodalny” («συνοδικός»), który pod pewnym względem wydaje się być bardziej dokładny, ponieważ system synodalny reguluje cały organizm Kościoła. Oczywiście, panująca koncepcja demokratyczności Kościoła Prawosławnego nie opiera się tylko na obowiązującym w nim systemie synodalnym, w którym nie dominuje opinia jednej osoby, ale wielu, lecz na miejscu, jakie zajmuje w Kościele wierzący lud”.

Należy zauważyć, że Kościół Prawosławny stanowi nieprzerwaną kontynuację pierwszego, starożytnego i niepodzielonego Kościoła oraz nadal pozostaje pod względem praw i autorytetu Jednym Kościołem, o którym mówi Symbol Wiary[6]. Również w odniesieniu do jego organizacji administracyjnej dzisiejszy Kościół Prawosławny jest kontynuacją pierwszego zjednoczonego Kościoła, bez żadnej modyfikacji nawet w koncepcji jego demokratycznego charakteru i demokratycznej formy[7].

Na przykład, w czasach apostolskich[8] widzimy pełne uczestnictwo świeckich (ludu Bożego) we wszystkich (administracyjnych) decyzjach apostołów. Udział ludu w Soborze apostolskim[9], przy wyborze apostoła Macieja[10], gdzie apostołowie, starsi i wszyscy świeccy, mężczyźni i kobiety, zaproponowali Macieja jako dwunastego apostoła (zaproponowano dwóch i drogą losowania wybrany został Maciej). Również w wyraźnie demokratyczny sposób odbył się wybór siedmiu diakonów, jak dowiadujemy się z Dziejów Apostolskich[11].

Demokratyczna zasada, opierająca się na równości apostołów, którym Chrystus powierzył dalsze rozprzestrzenianie wiary i organizację Kościoła, zgodnie zresztą z tym, jak została ona zastosowana na Soborze apostolskim[12], została uznana i stała się dominującą w tym sensie, że wszyscy następcy apostołów – biskupi, są sobie równi, niezależnie od tego, czy są arcybiskupami, metropolitami, egzarchami, patriarchami itp.[13].

Kościół Prawosławny, bez żadnego odstępstwa, przestrzega aż do dzisiaj porządku równości biskupów systemu synodalnego, który został ustanowiony w starożytnym Kościele, mając za absolutny autorytet opinię większości.

Oficjalnie zatem, Kościół Prawosławny wyraża się za pośrednictwem instytucji Soboru.

Synodalność Kościoła jest przeżywana w nieustannej wspólnocie członków między sobą oraz z Boską głową, zwłaszcza w sakramencie świętej Eucharystii, która stanowi rdzeń jedności Kościoła w Chrystusie[14].

Termin „synodalność” («συνοδικότης») pochodzi od greckiego słowa „sobór” («σύνοδος»), który oznacza przede wszystkim zgromadzenie biskupów, którzy mają szczególną odpowiedzialność. Może być jednak również rozumiany jako termin w szerszym sensie i odnosić się do wszystkich członków Kościoła (por. rosyjski termin sobornost’). Synodalność odzwierciedla Trynitarną tajemnicę i w niej odnajduje swe ostateczne ugruntowanie.

Według metropolity Pergamonu Jana Zizioulasa[15], „początki instytucji synodalnej znajdują się w Kościele, jak pokazują nam najstarsze źródła Nowego Testamentu, to znaczy Listy apostoła Pawła oraz struktura pierwszych wspólnot eucharystycznych. (…) Synodalność, która pojawia się w Listach apostoła Pawła, wpływa na rozwój instytucji synodalnej oraz jest związana z decyzjami o uczestniczeniu lub nie w Komunii Świętej. Kościół lokalny w Koryncie[16] jest wzywany do tego, aby w trakcie spotkania eucharystycznego wydać werdykt, czy jeden z członków będzie uczestniczyć, czy też nie, w Komunii Świętej. (…) Oczywiście dla historyka interesujące jest to, że wszystko to, o czym się wspomina w tym fragmencie Pierwszego Listu do Koryntian, zostaje zinstytucjonalizowane w następnych pokoleniach”.

Skład wspomnianego zgromadzenia obejmuje lud, apostoła oraz Pana „z mocą Pana naszego Jezusa Chrystusa[17]. I również ta forma synodalności przypomina Sobór apostolski, gdzie dominuje Duch Święty.

Warto zauważyć, że instytucja synodalna, zgodnie z tym, jak występuje w Nowym Testamencie, jest połączona ze spotkaniem eucharystycznym, a biskup przewodzi zgromadzeniu[18].

Struktura Kościoła jest episkopocentryczna[19]. Przewodzący spotkaniu eucharystycznemu, biskup, jest widzialną głową lokalnego Kościoła, i jest uważany za będącego „na miejscu i na obraz Chrystusa”.

W konsekwencji episkopocentryzm zawiera w sobie synodalność: najwyższą władzą w Kościele jest sobór, zbiorowy korpus biskupów, w skali uniwersalnej w odniesieniu do całego świata, prowincjonalny w odniesieniu do większego regionu lub lokalny w odniesieniu do mniejszego regionu geograficznego. Żadna pojedyncza głowa (papież lub patriarcha) nie jest uznawana za autorytet, tylko organ zbiorowy (sobór).

Z powyższego wynika, że najważniejszym eklezjologicznym dziełem instytucji synodalnej jest utrzymanie równowagi między Kościołem lokalnym a „uniwersalnym Kościołem powszechnym”, który czyni Kościoły lokalne jednym ciałem[20].

Jest więc ogromną moc Soboru, który w demokratyczny sposób rządzi Kościołem za pośrednictwem równych sobie biskupów. Tak więc najwyższą władzą administracyjną całego Powszechnego Kościoła Prawosławnego jest Sobór Powszechny[21], to znaczy wszyscy biskupi jako następcy apostołów, odzwierciedlając w jedności Osoby Trójcy Świętej.

Ta demokratyczna instytucja synodalna starożytnego Kościoła, która ma swój początek na Soborze apostolskim w Jerozolimie[22], po swoim ukształtowaniu się i zapanowaniu na Wschodzie, nadal obowiązuje i funkcjonuje od tamtej pory aż do dzisiaj.

Twierdzi się również[23], że „wolność, która istnieje w instytucji demokratyczno-synodalnej, w relacji biskupów między sobą, istnieje też ogólnie w relacji duchownych z elementem świeckim Kościoła. Szeroki demokratyczny duch Kościoła staje się wyraźny, nawet na podstawie faktu, że decyzje Soborów powszechnych (lub zwykłych) są obowiązujące dla Kościoła tylko wtedy, gdy duchowieństwo i lud jednomyślnie się wypowiedzą w sprawie ważności i wartości tych decyzji”. Na przykład w odniesieniu do soboru w Ferrarze-Florencji (1438/39), który był zwykłym soborem i w trakcie którego zdecydowano o unii Kościołów, za pośrednictwem podpisów obecnych na nim prawosławnych, z wyjątkiem Marka Eugenika, sprzeciw ludu przyczynił się do tego, że unia ta ostatecznie nie zapanowała[24].

W takiej sytuacji łatwo można zrozumieć, jak zresztą wynika również z historii kościelnej, że ilekroć nie było demokracji przy podejmowaniu decyzji na Soborach, to nie zostały one uznane przez wiernych Kościoła, pomimo wysiłków cesarzy[25].

Interesujące jest, na koniec, to, co wynika z opinii Patriarchy Ekumenicznego Bartłomieja I w odniesieniu do instytucji synodalnej: „(…) nasz Kościół Prawosławny, który się ukształtował, pod względem ludzkim, w intelektualnym i społecznym klimacie greckiej starożytności, przejął jej fundamentalne instytucje, jak np. tę demokracji, i przemienił je poprzez Ewangelię w szczególnego charakteru oraz jakości reguły i sposoby egzystowania. Przypominamy tutaj ustrój synodalny, który od początku zapanował w Kościele i został zachowany w naszym Prawosławiu na zawsze i w nienaruszony sposób przez wieki. Gdziekolwiek i kiedykolwiek została zachwiana i osłabiona instytucja synodalna, tam też stwierdzamy ingerencje i samowole głównie władzy politycznej, obce tradycji i woli Kościoła. Ogólnie wszakże rzecz biorąc, instytucja synodalna pozostaje dominującym sposobem zarządzania Kościołem i podejmowania w nim decyzji. Co więcej, dobrze rozumiana i przestrzegana synodalność, cechuje każdą społeczność eucharystyczną, każdą parafię, gdzie wierzący, gromadząc się liturgicznie w jednym miejscu, czynnie uczestniczą w tym, co wspólne, każdy indywidualnie i wszyscy razem[26].

Podsumowując:

1) Podstawowe zasady, regulujące instytucję synodalną, nie stanowią jedynie kwestii administracji lub prawa kanonicznego. Stanowią fundamentalne zasady eklezjologii, to znaczy dogmatu Kościoła[27].

2) Na każdym Soborze jest obecne Słowo w Duchu Świętym, cała Trójca Święta, dlatego też Sobór posiada charakter charyzmatyczny.

3) Nauczanie Kościoła Prawosławnego, które przyjęło swą ostateczną formę za pośrednictwem Soborów powszechnych, nie może ulec jakiejkolwiek zmianie. Wszystkie późniejsze deklaracje muszą być obowiązkowo testowane obosiecznym mieczem objawionej prawdy ewangelicznej oraz za pośrednictwem sformułowanego nauczania Soborów.

4) W Kościele Prawosławnym istnieje wolność, a dzięki jego ustrojowi demokratyczno-synodalnemu, wszyscy biskupi są równi między sobą i mogą swobodnie wyrażać swoją opinię, przyjmując ostatecznie „opinię większości[28]. Winniśmy, oczywiście, zauważyć, że opinia większości prawdopodobnie nie zawsze jest tą najsłuszniejszą, ale to zależy od autentyczności indywidualnej świadomości kościelnej[29], za kształtowanie której są odpowiedzialni zarządzający Kościołem, o czym zresztą świadczy długa i nieprzerwana praktyka kościelna.

5) Miejsce i udział elementu świeckiego w życiu kościelnym, które jest podstawowe i fundamentalne, pokazuje demokratyczny charakter Kościoła Prawosławnego, niezależnie od tego, czy wydaje się on niewystarczająco widoczny w praktyce.

6) Na koniec, każde państwo-ustrój społeczny powinno zwrócić uwagę na organizację Kościoła Prawosławnego, aby ją „skopiować” w celu lepszej organizacji społeczeństwa. Charakterystyczny przykład stanowi monastyczna społeczność Świętej Góry Atos, która jest najstarszą istniejącą demokracją na świecie[30]. W niej reprezentowany jest cały prawosławny świat i streszczają się różne formy, jakie przyjął prawosławny monastycyzm w ciągu swojej historii. Dzięki swemu ponadczasowemu charakterowi i uniwersalnemu składowi Święta Góra Atos jest symbolem jedności i różnorodności Kościoła Prawosławnego[31] .

Tłumaczenie z jęz. greckiego: Jerzy Betlejko


[1] Β. Μουστάκης, hasło „Δημοκρατία”, w: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία (ΘΗΕ), 4 (1964) 1088. Zob. także Κύριλλος, Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, Ελευθερία και ευθύνη, Εν πλω, Αθήνα 2011, s. 12, 34 i 207.

[2] Β. Μουστάκης, tamże.

[3] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό, Κέντρο Λεξικολογίας, wyd. II, Αθήνα 2008, s. 249.

[4] Zob. Εταιρεία Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα 2008, s. 30.

[5] Αμ. Αλιβιζάτος, hasło „Δημοκρατικός χαρακτήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, w: ΘΗΕ, 4 (1964) 1093.

[6] Tamże, 1094.

[7] Tamże. Zob. także Radovan Bigovic, The Orthodox Church in 21st Century. Konrad Adenauer Stiftung, Belgrade 2009, p. 69-80.

[8] Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, t. I, wyd. II, Αθήνα 1994, s. 31-32.

[9] Dz 15, 6-29 oraz Ν. Μπουγάτσος, „Εκκλησιαστική διοίκηση και λαϊκοί. Άλλοτε και τώρα”, w: pr. zbior.: Κρατική εξουσία και Ορθόδοξη Εκκλησία, Μήνυμα, Αθήνα 1995, s. 133-134.

[10] Dz 1, 12-26.

[11] Zob. Dz 6, 1-7.

[12] Dz 1, 15-26 i Dz 15, 1-30.

[13] Αμ. Αλιβιζάτος, jw., 1095.

[14] Αντ. Παπαδόπουλος, „Συνοδικός θεσμός. Χαρισματικός και ενοποιός χαρακτήρας του. Μια ορθόδοξη θεώρηση”, w: Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου με θέμα το Άγιον Πνεύμα (11-14/11/1991). Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992, s. 533.

[15] Zob. Ιωάννης (Ζηζιούλας) Μητρ. Περγάμου, „Ο Συνοδικός θεσμός. Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα”, w: Θεολογία, 80:2 (2009) 8-9.

[16] 1 Kor 5.

[17] 1 Kor 5, 4.

[18] Zob. Αντ. Παπαδόπουλος, jw., σ. 535.

[19] Μιχ. Μακράκης, „Ορθοδοξία και ελευθερία”, w: Κων/νος Μουρατίδης, πρόμαχος Ορθοδοξίας, ΠΕΘ, Αθήνα 2003, s. 513.

[20] Ιωάννης (Ζηζιούλας) Μητρ. Περγάμου, jw., 15.

[21] Zob. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, t. I, wyd. II, Αθήνα 1960, s. 105-113. Zob. również Ιω. Ρωμανίδης, Πρωτ/ρος, Δογματική και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, t. I, wyd. IV, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, s. 37-38.

[22] Βλ. Φειδάς, jw., s. 42 i nast.

[23] Μιχ. Μακράκης, jw., s. 514.

[24] Zob. Ιω. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, t. II, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, b.r.w., s. 47-60 oraz Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, t. II, wyd. III, Αθήνα 2002, s. 603-626.

[25] Charakterystycznym przykładem jest słynny Sobór zbójecki (Efez 449), który został uznany za „policzek dla całego Kościoła”. Zob. na ten temat Γ. Μαρτζέλος, Ιστορία της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1992-1993, s. 88-89.

[26] Βαρθολομαίος, Οικουμενικός Πατριάρχης, „Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η σύγχρονος Ευρώπη”, (Rumunia, 27-10-1999), w tomie: Λόγοι, t. IV, Εκδόσεις Φανάριον, Αθήνα 2003, s.299.

[27] Ιωάννης (Ζηζιούλας), Μητρ. Περγάμου, jw., s.46.

[28] Pod tym względem prawosławni biskupi różnią się od biskupów Kościoła rzymskokatolickiego, ponieważ ci ostatni, znajdując się w bezpośredniej zależności od papieża, są zobowiązani do pełnego posłuszeństwa nawet wobec jego najbardziej samowolnych decyzji. Pomimo tego, że się różnią od biskupów rzymskokatolickich, to prawosławni biskupi są czasami narażeni na niebezpieczeństwo znalezienia się po przeciwległej stronie i stania się prawdziwymi tyranami dla swoich wiernych. W ten sposób „episkopizm” Kościoła Prawosławnego zamienia się w „despotyzm”. Zob. na ten temat Μιχ. Μακράκης, jw., s. 517-518.

[29] Αμ. Αλιβιζάτος, jw., 1096.

[30] Γ. Μαντζαρίδης, Πρόσωπο και θεσμοί, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, s. 183.

[31] Tamże.

Tłumaczenie z jęz. greckiego: Jerzy Betlejko


* Grecki termin „κρίσις”, oprócz znaczenia „kryzys”, może też być tłumaczony jako „sąd” (przyp. tłum.).

 

* * * *

Ένας ωραίος και μηνυματικός Τόμος, «Εις την Διακονίαν του Θεού και του Λαού», σσ. 575, με την ευκαιρία 10ετίας δράσεως του Μακαριωτάτου Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας, Μητροπολίτου Βαρσοβίας κ. κ. Σάββα Χριτσούνιακ