Η νέα μεταρρύθμιση στην Ανώτατη Παιδεία. Πρώτη φορά μετά το 1982 επιχειρείται – και επιβάλλεται – ριζική αντιμετώπιση.

Από την καθηγητική πείρα 40 χρόνων στο Πανεπιστήμιο.

Αθανάσιος Αν. Αγγελόπουλος.
Καθηγητής Πανεπιστημίου, του Α.Π.Θ.

1. Το 1982, με τον τότε Νόμο-Πλαίσιο, καταργείται το καθεστώς της παντοδυναμίας της καθηγητικής Έδρας. Απ’ αυτήν απέρρεε η αυθεντία των Πρυτανικών και Κοσμητορικών Αρχών και της Συγκλήτου με την τάξη και την σειρά από όλες τις Σχολές και με σεβασμό της αρχαιότητος των Καθηγητών και των Σχολών.
Το διοικητικό εκείνο σύστημα διέθετε κύρος και αίγλη, πλην κατέστη ολιγαρχικό, ως καθαρά καθηγητοκεντρικό, και συνεπώς αυταρχικό και αλαζονικό. Η αξιοκρατία, εν τούτοις, άντεχε και απέδιδε, παρά της τάσεως ευνοιοκρατίας και οικογενειοκρατίας. Ο Καθηγητής Πανεπιστημίου ήτο θεσμός σεβαστός και αποδεκτός με ευγένεια και σεβασμό από την Πολιτεία και την Κοινωνία, ασχέτως προσωπικού περιεχομένου.

    2. Το διάδοχο μεταρρυθμιστικό σχήμα – ο Νόμος-Πλαίσιο του 1982 – διέλυσε το προαναφερθέν. Η πανεπιστημιακή διοίκηση-εξουσία από τους λίγους, τους Καθηγητές, πέρασε στους πολλούς, σ’ όλους τους φορείς, επί το δημοκρατικότερο, με έμφαση την προνομιακή θέση στο νέο καθεστώς διοικήσεως του φοιτητικού κινήματος. Ήσαν οι συγκυρίες, μετά το Πολυτεχνείο του 1973, που πολιτικά το δικαιολογούσαν. Ευνοήθηκαν και οι άλλοι φορείς, παράλληλα με τα Μέλη ΔΕΠ.
Στα πλαίσια ανακατανομής και ισορροπίας της εξουσίας και της ακαδημαϊκής διαδικασίας, αποκαταστάθηκαν ακαδημαϊκές αδικίες, απελευθερώθησαν και αποδόθηκαν στον ακαδημαϊκό στίβο νέες αξιόλογες δυνάμεις και γενικά και ειδικά έγιναν αξιόλογα πράγματα σ’ όλα τα επίπεδα.

    3. Όμως η διοικητική πολυκεντρικότητα μεταξύ Πρυτανείου, Σχολών, Τμημάτων, Τομέων, Διοικητικών Συμβουλίων, Γεν. Συνελεύσεων και άλλων Φορέων συν τα εξωθεσμικά συνδικαλιστικά όργανα έθεσαν στο περιθώριο το μέτρο και τις ισορροπίες. Από την ολιγαρχία του πριν φτάσαμε στην πολυαρχία του νυν. Σταδιακά παραμελήσαμε το κυρίως έργο ˙ τις Ακαδημαϊκές Σπουδές, την έρευνα και την συγγραφή, προπαντός και στοιχειωδώς, πρακτικών διδακτικών εγχειριδίων για τους φοιτητές. Έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις κατά Σχολές και Τμήματα, που Καθηγητές δι’ όλης της σταδιοδρομίας των δεν πρόλαβαν ένα διδακτικό εγχειρίδιο να γράψουν, γιατί ήσαν απασχολημένοι με άλλες δραστηριότητες. Τις θεωρήσαμε από κυρίως έργο πάρεργο. Κυριαρχούν και καταναλώνουν πολύτιμο χρόνο τα πάσης φύσεως διοικητικά όργανα, με συμμετοχή σ’ αυτά, με διασταλτικές ερμηνείες, «ακόμη και της κουτσής Μαρίας», κατά το δη λεγόμενο. Ο ακαδημαϊκός χρόνος δαπανάται, κατά το πλείστο, σε διοικητικά και συνδικαλιστικά ενδιαφέροντα και όργανα εντός και εκτός Πανεπιστημίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένα 10% περίπου των Καθηγητών μένει αφοσιωμένο στο κυρίως έργο των Σπουδών, των Προγραμμάτων και των Φοιτητών. Πολύς συνωστισμός στην διοικητική εξουσία, με το σύνθημα «για ένα καλύτερο Πανεπιστήμιο». Πολυαρχία, λοιπόν, και γι’ αυτό πολυγνωμία, άρνηση και λίγο αποτέλεσμα σωστό.

    4. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα. Πρώτον, το άσυλο και οι ακαδημαϊκές ελευθερίες ή η καημένη «ελεύθερη διακίνηση ιδεών» στο Πανεπιστήμιο. Πρόβλημα μέγα εν τέλει, με απτές όμως κακές πρακτικές συνέπειες στον πνευματικό αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο της Παιδείας, της Πολιτείας και της Κοινωνίας, πλην επί 30 χρόνια άλυτο και εν τούτοις πάντα επίκαιρο. Διά τούτο και μόνο η Κοινωνία μας έχει απορρίψει και αηδιάσει και ως πολιτικό και ως εκπαιδευτικό σύστημα.
Δεύτερο, να αναφερθούμε και στις εκλογικές διαδικασίες για Μέλη ΔΕΠ; Τα καταφέραμε οι ακαδημαϊκοί Διδάσκαλοι, ώστε σιγά-σιγά αυτές να φθίνουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται ως προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων. Πώς αυτό; Στα πλαίσια: λίγου συγγραφικού έργου επί τούτου, για να το εγκαταλείψουμε στη συνέχεια, ασχολούμενοι με άλλα, μόλις «δέσουμε τον γάιδαρό μας» ˙ λίγης ευνοιοκρατίας ή οικογενειοκρατίας ˙ λίγης συνδικαλιστικής δράσης και πολιτικής παρέμβασης.
Η αξιοκρατία δραπέτευσε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη. Τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια – πλην δυο-τριών εξαιρέσεων; – πέτυχαν να είναι πρώτα από τα τελευταία, στις διεθνείς αξιολογήσεις. Ευτυχώς, ότι υπάρχουν και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις μεμονωμένων Πανεπιστημιακών Ερευνητών, που μας ξελασπώνουν διεθνώς. Τα παραπάνω είναι απαύγασμα της πείρας του γράφοντος. Υπάρχουν και χειρότερα ˙ πλην δεν είναι του παρόντος.

    5. Μετά μία 30ετία του κατεστημένου του 1982 της πολυαρχίας επιβάλλεται και επείγει νέα τομή, πριν οδηγηθούμε σε γάγγραινα. Δύο προηγούμενες πολιτικές προσπάθειες βελτίωσης των πραγμάτων, στην βάση όμως του νόμου 1982, μια επί ΥΠΕΠΘ Σουφλιά παλιότερα και μια πρόσφατη το 2007 επί ΥΠΕΠΘ Γιαννάκου, παρ’ ότι έγινε εξαντλητικός διάλογος, όχι καλοκαίρι αλλά μήνες ακαδημαϊκής δράσης ατελείωτους, με απεργίες και πυρπολήσεις και βανδαλισμούς στο κέντρο των Αθηνών και αλλού, ουδέν ουσιαστικό απέδωσαν. Η συνταγή ήταν φαρμακευτική αγωγή, ενώ επιβάλλεται τομή-εγχείριση. Το 2007 ιδίως πολύς θόρυβος για το πολύ λίγο. Ώδυνεν όρος και έτεκε μύν. Προσθαφαιρέσεις, κόψε-ράψε, του ιδίου Νόμου 1982.
Τώρα, φαίνεται, έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο, ή το χτένι στον κόμπο, μέσα στην γενικώτερη δίνη της πρωτοφανούς οικονομικής και ηθικής κρίσης στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Το ίδιο Κόμμα ως Κυβέρνηση έκαμε την τομή του 1982. Αυτό το ίδιο επέπρωτο τώρα να εξισορροπήσει και συνθέσει εκ νέου τα πράγματα με νέα τομή.

    6. Η φιλοσοφία του προσχεδίου δείχνει ότι η Πολιτεία θέλει τώρα και να αποκαταστήσει όποια σωστά παλιά και να καινοτομήσει νέα πράγματα στο δίπολο: Διοίκηση αφ’ ενός και Ακαδημαϊκές Σπουδές και Προγράμματα απαιτήσεων αφ’ ετέρου, με ανάπτυξη αλλά όχι σπατάλη. Υπό τις νέες εγχώριες και διεθνείς συνθήκες οικονομίας και πολιτικής.
Κακά τα ψέματα. Το σημερινό πανεπιστημιακό κατεστημένο δεν μπορεί να ασκεί αποτελεσματική διοίκηση ως έχει, για να αξιοποιήσει και προσελκύσει πόρους προς εξυπηρέτηση του κυρίως σκοπού, που είναι οι όντως ακαδημαϊκές Σπουδές, ως εργαλείο όμως αιχμηρό και υλικής και πνευματικής ανάπτυξης δι’ άλλης νοοτροπίας. Επέστη ο χρόνος οι Ακαδημαϊκοί Διδάσκαλοι και οι Φοιτητές διδασκόμενοι ως σύνολο να αφοσιωθούν στο καθ’ αυτό έργο των, στις Σπουδές, στην έρευνα, στην διδασκαλία και στην συγγραφή απερίσπαστοι, αναταγμένοι και αναβαθμισμένοι και επομένως συνεχώς αξιολογούμενοι. Ο θεσμός του Καθηγητού Πανεπιστημίου είναι από μόνος ύψιστο προνόμιο για τον κατέχοντα αυτόν, είναι το άπαν και, ευτυχώς ακόμη, παρά το χαρακίρι, προβεβλημένος. Αρκετά με την αλαζονεία της διοίκησης. Οι Καθηγητές εκλέγονται βάσει υποβαλλόμενου, κατά νόμο, συγγραφικού και όχι διοικητικού έργου.

    7. Το νέο σχήμα ευέλικτης διοίκησης με το Συμβούλιο είναι συνάρτηση του αυτοδιοικήτου στο Πανεπιστήμιο, κατά το Σύνταγμα. Αφού συγκροτείται με άμεση εκλογή από το κυρίαρχο Σώμα των Καθηγητών και των Φοιτητών κατά το ήμισυ. Το δε άλλο ήμισυ πάλι εκλέγεται από τους ειδικούς του πρώτου μισού. Δεν είναι αρμόδιο εξ αντικειμένου το όλο Εκλεκτορικό Σώμα να επιλέξει και τους εξωτερικούς ειδικούς-Μέλη του Συμβουλίου, χωρίς να αλλοιωθεί και βλαφτεί η φιλοσοφία του Συμβουλίου. Οι εκλεγμένοι ειδικοί το μπορούν ακριβέστερα.
Περαιτέρω, η μετατροπή των Τμημάτων από διοικητικά ανεξάρτητα όργανα σε Προγράμματα Σπουδών υπό Δ/ντή Σπουδών στοχεύει πολύ σωστά στην έξαρση του κυρίου, αλλά ατροφικού, ως παραμεληθέντος, βραχίονος των Ακαδημαϊκών Σπουδών. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί ο γράφων ότι ο θεσμός των Τομέων, ως μονάδων Σπουδών και Προγραμμάτων και Ερευνών, λειτούργησε γενικά καλά και παραγωγικά.
Επίσης, η επάνοδος του θεσμού του Κοσμήτορος των Σχολών στο πρότερο κύρος και από διακοσμητικό σε ενεργό διοικητικό συντονιστικό ρόλο είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Αποσυντίθεται έτσι το υφιστάμενο κράτος αυθαιρεσίας, πολυαρχίας, παραγκωνισμού και διαπλοκής διά των Τμημάτων στις Σχολές, στη Σύγκλητο και στο Πρυτανείο. Η εκλογή και ο διορισμός του Πρυτάνεως και των Κοσμητόρων από το Συμβούλιο Διοίκησης περιστέλλει, θεσμικά πλέον, το κακό της πολυαρχίας και το ανευθυνοϋπεύθυνο νεφέλωμα στο όλο οικοδόμημα του Πανεπιστημίου. Υπόλογος ο Πρύτανης και ο Κοσμήτορας σαφώς μόνο στο Συμβούλιο. Είδαμε τα τελευταία χρόνια πώς αναποτελεσματικά πολιτεύθηκε ο θεσμός της Συγκλήτου. Είναι «ευφήμως» γνωστές οι Σύγκλητοι στην Κοινωνία από τις φοιτητικές και άλλες καταλήψεις και πράξεις βανδαλισμού, που επωμιζόμαστε όλοι οι φορολογούμενοι πολίτες, και για την εν γένει αβουλία των. Ο ρόλος της Συγκλήτου μόνο γνωμοδοτικός και συμβουλευτικός. Η φιλοσοφία για το υπόλογο ενώπιον της Πανεπιστημιακής Κοινότητος, που ποιείται τις εκλογές, παραπέμπει στην λαϊκή ρήση «πάρτ’ τ’ αυγό και κούρεφτο».

    Τέλος, ορθές οι αξιολογήσεις των καθηγητών, πολλοί των οποίων στην σιγουριά τους ξεσκονίζουν μόνο τα βιβλία. Ξέχασαν το διάβασμα. Στα Πανεπιστήμια που πρωτεύουν σε Αμερική και Ευρώπη η αξιολόγηση είναι θεσμός. Προέχει όμως για να έχουν νόημα οι αξιολογήσεις να προηγούνται αξιοκρατικές εκλογές στην δρακόντεια πλέον βάση σεβασμού, ως προς την συγκρότηση Εισηγητικών Επιτροπών και Εκλεκτορικών Σωμάτων, των ειδικοτήτων ως προς τα προκηρυσσόμενα γνωστικά αντικείμενα, κατ’ ουσίαν και όχι κατ’ αλχημίαν, μεταξύ των εν ενεργεία ή και των συνταξιούχων Καθηγητών από το εξωτερικό ή το εσωτερικό, εφ’ όσον εδώ δρουν, προάγοντες την συγγραφή, την έρευνα και προβληματιζόμενοι ενεργά στα ΚΟΙΝΑ. Εδώ να γίνει συναφώς η παρατήρηση ότι η μετάβαση από το κλασικό τυπωμένο διδακτικό Βιβλίο ή βοήθημα στο ηλεκτρονικό χρειάζεται, οπωσδήποτε, 5ετία. Ένα διδακτικό βιβλίο, συνοδευόμενο και από ένα βοήθημα, εξυπηρετεί τον φοιτητή πληρέστερα. Επίσης, την τελευταία 5ετία προ της συνταξιοδοτήσεώς τους οι Καθηγητές θα είναι αφοσιωμένοι στα ακαδημαϊκά καθήκοντα και όχι και στα διοικητικά όργανα.

Οι αντιδράσεις των Πρυτάνεων και των Συγκλήτων, ως της Κορυφής του Παγόβουνου-Κατεστημένου, με απειλές, μάλιστα, ότι θα κλείσουν από τον Σεπτέμβριο τα Πανεπιστήμια, ως εάν να είναι ιδιοκτησία τους – μπορούν και να καούν τα Πανεπιστήμια – αναπέμπει στην συντήρηση του απερχομένου χαλαρού καθεστώτος. Η Κοινωνία έχει απορρίψει ανεπιστρεπτί τις τακτικές αυτές. Η Πολιτεία επί 30 χρόνια δοκίμασε το καθεστώς αυτό. Θέλει να το ανανεώσει ριζικά τώρα. Το απαιτούν των ημερών μας οι μεγάλες ανατροπές.

Το Γεωιστορικό και Γεωθρησκευτικό Βάθος του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η περίπτωση της Παμφυλίας.

Αθανασίου Αν. Αγγελοπούλου.
Άρχοντος Ακτουαρίου – Καθηγητού Πανεπιστημίου

Ένα διαχρονικά επίκαιρο Βιβλίο-Διατριβή του Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου Γαλάνη, Η Πέργη της Παμφυλίας. Συμβολή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της Αρχαίας Πόλεως, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 236 και 2010 (φωτ. επανεκδ.).

Το Γεωιστορικό και Γεωθρησκευτικό Βάθος του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Η περίπτωση της Παμφυλίας.

1. Η Μικρά Ασία και μάλιστα, πέραν της ενδοχώρας της με την Καππαδοκία και την Παναγία Σουμελά στον Πόντο, η παραλιακή ζώνη της, κατ’ εξοχήν, θέλγει τους εραστές της γεωιστορίας, του γεωπολιτισμού, της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής, διαχρονικά. Στις μέρες μας, ειδικώτερα, προκειμένου για τον Κόσμο του Αιγαίου (ή της Νησιωτικής Ελλάδος), της Μεσογείου και δη της Αν. Μεσογείου, πολύς λόγος, γραπτός και προφορικός, για γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά βάθη. Αυτά, συχνά-πυκνά, επικαλούνται όχι μόνο οι ιστορικοί αλλά και οι διπλωμάτες, οι ειδικοί αναλυτές και οι πολιτικοί, με μεγαλοϊδεατικές μάλιστα τάσεις, όπως, π.χ., πρόσφατα ο Καθηγητής ΥΠΕΞ της Τουρκίας Α. Νταβούτογλου, με το βιβλίο του για το Στρατηγικό Βάθος. Το ιστορικό βάθος των πολιτισμών και των πολιτικών προσομοιάζει προς το βάθος και την σημασία του Κόσμου των θαλασσών και των ωκεανών.
Μικρά Ασία και ελληνικός κλασσικός και διαχρονικός πολιτισμός, πάντα ζωντανός, άσχετα από εφήμερες κρατικές οντότητες, πάμπολλες στην γεωιστορία της περιοχής από την αρχαιότητα ως σήμερα, συνιστούν αναλλοίωτο βάθος, «γεμάτο ρίζες και φύτρα». Τόσο συμπαγές όσο οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος.
Η Διατριβή – διδακτορική αρίστη – του σημερινού Μητροπολίτου Πέργης της Παμφυλίας, της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας ΚΠόλεως, είναι μία άλλη πειστική απόδειξη και ανάδειξη, επίκαιρη και μηνυματική, του Μικρασιατικού Ελληνικού, γεωθρησκευτικού και γεωπολιτισμικού, Βάθους, μετά λόγου γνώσεως και επιτοπίου ερεύνης υποδειγματικής.
Γράφει ο σ. στον Πρόλογό του (σελ. 5): «Γύρισα τρεις χιλιάδες χρόνια πίσω για να συναντήσω τα μητρώα της Πέργης, παραχωμένα στην στάχτη των Κτιστών και Ηρώων της. Αχαιοί, Πανέλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί και Τούρκοι έγιναν ένα στα ενταφιασμένα σπλάχνα και “λαούς και λίθους ποίησε Κρονίων” (Ομήρου Ιλιάδα Ω΄, 611). Η γη της Παμφυλίας…ρούφηξε το παρελθόν και μαζί και το κήρυγμα του Παύλου».
2. Το Βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο Μέρη, με αριθμό Κεφαλαίων. Στο Α΄ Μέρος (σσ. 19-68) ο λόγος για την γεωιστορία και εξέλιξη του χώρου και για την ίδρυση της πόλεως (σσ. 19-48) και ειδικώτερα για τα επιμέρους ιστορικά της Πέργης (σσ. 49-68). Στο Β΄ Μέρος (σσ. 71-190) ο λόγος για το κοσμοϊστορικό γεγονός του Χριστιανισμού στην Πέργη και στην Επαρχία Παμφυλίας, μέσα από την εκκλησιαστική ιστορία της περιοχής. Προβάλλει η Πέργη ως Χριστιανική Κοινότητα, Επισκοπή και Μητρόπολη, με ικανό, μάλιστα, αριθμό (19) επισκοπών επ’ αυτήν. Κατακλείει το έργο με τα Συμπεράσματα αγγλιστί (σσ. 189-190), Παράρτημα εγγράφων (σσ. 191-204), Βιβλιογραφία – Πηγές πληρότητος (σσ. 205-220), Χάρτες και Πίνακες (σσ. 223-232) και Ευρετήριο ευσύνοπτο ονομάτων και πραγμάτων (σσ. 233-236).
3. Κάποιες σταχυολογήσεις θέσεων και κρίσεων του βιβλίου, στις οποίες στέκεται προβληματιζόμενος και συσκεπτόμενος με τον συγγραφέα του ο προσεκτικός αναγνώστης: «σήμερα αναγράφεται (εν. η Πέργη) με γράμματα χρυσά στην τουριστική προθήκη της χώρας PERGE», γιατί «το όνομα της πόλεως μερικά χρόνια πριν ήταν άγνωστο και στους ντόπιους ακόμη» (σελ. 19). Πέργη ˙ η ονομασία είναι παρήχηση μάλλον της άλλης “Πύργος”, ως φρούριο, τείχος, ακρόπολη. Ο αναγνώστης στέκεται στα εξής ανατριχιαστικά συγκινητικά από τα κατάβαθα της ψυχής και της κριτικής σκέψεως του σ.
Γράφει: «Αυτός, που θέλει να θωπέψει τις ρυτίδες του προγονικού μεγαλείου και να ριγήσει από τη σιγή και τη συγκοπή του χρόνου που αφαίρεσε την πνοή από το περιβάλλον της Πέργης, πρέπει να σταματήσει και σ’ αυτό τον τρόπο που τον καλύπτει μια ιδιάζουσα νεκρότητα και λήθη. Πρέπει να σταματήσει στην Πέργη, όπου βρήκε “όρμον ζηλωτόν” το αρχαίο πνεύμα για να ηγεμονέψει επί αιώνες, να εμπνεύσει, να δημιουργήσει, να χαρίσει ένα ακόμη όνομα στην αυγή των ιστορικών χρόνων».
«Κάτι τέτοιες ρημαγμένες παρουσίες που η ταυτότητά τους πνίγεται μέσα στο νεφέλωμα της αμφιβολίας και στην ομίχλη του θρύλου, δίνουν την εντύπωση πως συνεχίζουν να κρατούν μέσα τους στοιχεία ζωής, πως θα μιλήσουν, πως ήδη ανασαίνουν με τον δικό τους τρόπο. Νομίζεις πως αν ψηλαφίσεις τα κρυερά μάρμαρα και τα σκονισμένα γλυπτά τους θ’ αποκριθούν μ’ ένα είδος δικής τους εκφράσεως, με μία φωνή απραξίας και ενεργείας μαζί που τους τη δίδαξε η δύναμη των αιώνων».
«Με λαχτάρα πλησίασα την Πέργη, μιά και από την παγωμένη σιωπή της γεννήθηκε ένας απόηχος ιερός και νοσταλγικός που έφθασε ως το Φανάρι λέγοντας “έρχου και ίδε”. Πήγα και την είδα και την ακροάστηκα επανειλημμένα την Πέργη. Και όχι φυσικά κατηφορίζοντας κάποια Ρωμαϊκή λεωφόρο της Γαλατινής χώρας προς τα παράλια της Παμφυλίας, αλλά εκμηδενίζοντας σύγχρονα την απόσταση και μαζί και τη φυσική μαγεία της Ανατολίας».
«Η ιστορική αυτοψία και η επιστημονική προσέγγιση της Πέργης ήταν πολύ δύσκολη. Θα ήταν δε ίσως αδύνατη, αν δεν συνέπιπτε με την αρχαιολογική εξερεύνηση του τόπου από το τουρκικό “Ίδρυμα Ιστορικών Ερευνών” (σημ. Türk Tarih Kurumu), που συνεχίζει ένα αξιέπαινο έργο σ’ ολόκληρη την Παμφυλία» (σελ. 20).
Άλλες αξιόλογες πληροφορίες του σ. Γράφει: «Πρώτος ο γεωγράφος Σκύλαξ του δ΄ αιώνα π.Χ. δίνει την αρχαιότερη μαρτυρία για την Πέργη, όταν σημειώνει ότι “παράπλους Παμφυλίας από Πέργης ήμισυ ημέρας”…» (σελ. 24). Με την Πέργη συνδέονται «δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Η εκστρατευτική διέλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Πέργη και η διάδοση του Χριστιανισμού στην Πέργη» (σελ. 25).
Κατά τον σ., «η ιστορία της Πέργης αποσαφηνίζεται οριστικώτερα με τ’ αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας που έγινε ειδικώτερα στην Αυλή της κυρίας εισόδου της ελληνιστικής εποχής. Στο χώρο αυτό το 1953 ανακαλύφθηκαν τα ενεπίγραφα βάθρα επτά Κτιστών-Ιδρυτών της Πέργης, που δεν ήταν άλλοι από τους Αχαιούς ήρωες του Τρωικού πολέμου…Με την σπουδαία αυτή εξέλιξη στην έρευνα για τον καθορισμό της ιστορίας της Πέργης εξηγείται καλύτερα τόσο η αναφορά του Στράβωνα στην παράδοση του Καλλίνου Εφεσίου ότι μετά την άλωση του Ιλίου λαοί μιγάδες ακολούθησαν τους μάντεις Κάλχα και Μόψο στα νότια της Μικράς Ασίας, όπου ίδρυσαν πόλεις, όσο και η έκφραση του Ηροδότου ότι “οἱ Πάμφυλοι, οὗτοι εἰσί τῶν ἐκ Τροίας ἀποσκεδασθέντων ἅμα Ἀμφιλόχῳ καὶ Κάλχαντι”…» (σσ. 28-29).
Δίδει ο σ. τα πειστήρια. Γράφει: «Τα επτά βάθρα των Κτιστών της Πέργης με την σειρά που είναι τοποθετημένα σήμερα στον ανιστορούμενο χώρο της Αυλής φέρνουν τις ακόλουθες επιγραφές» (σσ. 29-32).
I
κτίστης
Ρίξος Λύκου τοῦ Παν-
δείονος Ἀθηναΐος
ἀφ’ οὗ Ρίξου πούς
II
κ(τ)ίσ(τ)ης
Λάβος Δαε(…Δ)ελφός
ἀφ’ οὗ Λα(…)
III
κτίστης
Κάλχας Θέστορος
Ἀργεῖος

IV
(κτίσ)της
(Μαχ)άων Ἀσκλη-
(πιοῦ) Θεσσαλό(ς)
ἀφ’ οὗ ἱερόν Διός
Μαχαονίου ἐν τῇ
ἀκροπόλει
V
κτίστης
(Λ)εοντεύς Κορ(ώνου)
Λαπίθης
VI
κτ(ί)στης
(Μι)νύας Ἰαλμένο(υ)
του Ἄρεως
Ὀρχομένιος
VII
(κτίστης)
Μόψος
Ἀπόλλωνος
Δελφός

    4. Οι παρακάτω διατυπώσεις και κρίσεις πολιτικής ιστορίας και επικαιρότητος του σ. μας φέρνουν συνειρμικά στα σημερινά γεωστρατηγικά σχέδια-παιχνίδια, με επίκεντρο τον νευραλγικό Κόλπο-παράλια της Παμφυλίας-Αττάλειας (Επί Αττάλου Β΄, 159-138 π.Χ., η ίδρυση της Αττάλειας, που πήρε και το όνομά του, βλ. σελ. 37), σε σχέση με την Κύπρο, την Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο. Γράφει: «Με την Περσική κατοχή της Μικρασίας (546-334), που ανέκοψε και την εποικιστική ορμή της ελληνικής φυλής, και η Παμφυλία δοκίμασε την κυριαρχία των Περσών μέχρι την εμφάνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου (334-333)…Αλλά για το περσικό κράτος, που κυριαρχούσε στην ανατολική μεσόγειο, η Παμφυλία αποτελούσε σπουδαία γέφυρα για την έξοδό του στο Αιγαίο…Το συμπέρασμα είναι ότι η παραλία της Παμφυλίας με τις αμμώδεις εκβολές των ποταμών και κυρίως του Ευρυμέδοντα αποτελούσε για την εποχή εκείνη ιδανική περιοχή για ναυλόγηση στόλων» (σσ. 33-34). Μήπως στην νεογεωστρατηγική της Αν. Μεσογείου της σήμερον στερείται η θαλασσία αυτή ζώνη-περιοχή μεταξύ πολλών Κρατών εδώ αναλόγου σημασίας; Κάθε άλλο ˙ διατηρεί την νευραλγικότητά της.
Από την βυζαντινή περίοδο στην περιοχή συγκρατούμε δύο περιστατικά, που αναφέρει ο σ., ως προς την αλληλεπίδραση Παμφυλίας-Αττάλειας-Κύπρου-Αν. Μεσογείου, γιατί η Πέργη, εν τω μεταξύ, είχε παρέλθει στο παρασκήνιο της πολιτικής ιστορίας, αφού τα περιστατικά ανάγονται στον 8ο αι. μ.Χ. κ.ε. Γράφει: «Το 746 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ κατόρθωσε με το στόλο των Κιβυρραιωτών (στην Παμφυλία το θέμα των Κιβυρραιωτών το 684 μ.Χ. με την εγκατάσταση εκεί 12.000 Μαρδαϊτών του Αμάνου όρους του Λιβάνου, που διέπρεψαν ως σπουδαίοι θαλασσινοί-Καραβοκύρηδες, γνωστοί ως «Καραβισιάνοι-Carabissiani») να απελευθερώσει για ένα διάστημα ολόκληρη την Κύπρο καταστρέφοντας τον αραβικό στόλο (σελ. 43). Πολύ αργότερα, αντίστροφα, «η Αττάλεια καταλείφθηκε και παρέμεινε δώδεκα χρόνια κάτω από το βασιλιά της Κύπρου Πέτρο Α΄ (1361-1373)» (σελ. 45). Εν τω μεταξύ, πολύ νωρίτερα, «το 1180, “ο του Ικονίου Σουλτάνος Κιλίτς Ασλάν…και την Αττάλου λαμπροτάτην πόλιν πολιορκία χρονία εκάκωσε”. Και το 1207, ολόκληρη η Παμφυλία πέρασε οριστικά στο Σελτσουκικό έλεγχο» (σελ. 44). Αφού «μετά την ήττα των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ το 1071, όπως είναι γνωστό, ολόκληρος ο Μικρασιατικός χώρος βρέθηκε εκτεθειμένος στο Σελτσουκικό κίνδυνο» (σελ. 44). Προηγήθηκε, φυσικά, η αραβική παρουσία στην περιοχή. Ασχέτως πώς και γιατί, «ο μουσουλμανισμός», είτε υπό την αραβική είτε υπό την σελτσουκική μορφή, υπήρξε καταστρεπτικός “για τον ελληνισμό και το χριστιανισμό” όχι μόνο της Παμφυλίας αλλά και της Ανατολής (σελ. 43). Και σ’ άλλη συνάφεια διευκρινίζει ότι κυριολεκτικά στην περίοδο «των Σελτσούκων η χριστιανοσύνη της Μικράς Ασίας και μαζί φυσικά και της Παμφυλίας έζησε την αρχή του τέλους της. Και μέσα στην περίοδο των Οθωμανών γνώρισε την πλήρη εξαφάνισή της» (σελ. 44).
Ο Καθηγητής Α. Νταβούτογλου περιγράφει το γεγονός ως εξής στο Βιβλίο του, Το Σρατηγικό Βάθος. Γράφει: «Για τους Σελτζούκους και τους Οθωμανούς Τούρκους και ο όρος Ρούμελη (Rumili = η χώρα των Ρωμαίων – ενν. των Ρωμιών, των Rumlar –) φέρει ένα παρόμοιο γεωπολιτισμικό χαρακτηριστικό. Για τους Σελτσούκους Ρούμελη ήταν η Μικρά Ασία, μετά την ολοκλήρωση όμως της διαδικασίας του εξισλαμισμού και του εκτουρκισμού της Μικράς Ασίας, οι Οθωμανοί άρχισαν να αποκαλούν Ρούμελη τα σημερινά Βαλκάνια» (σελ. 199, σημ. 6). Αναγνώριση από τα πλέον επίσημα χείλη της διαχρονικής γενοκτονίας των Χριστιανών Ρωμιών της Μικρασίας και από ποιούς. Το γεωιστορικό και γεωπολιτισμικό βάθος, κύρια στην γεωθρησκευτική μορφή του, μένει, εν τούτοις, αναλλοίωτο, αυτό καθ’ εαυτό και «στη σχέση που υπάρχει μεταξύ της γεωγραφικής αντίληψης, της πολιτισμικής περιοχής και της πολιτικής κυριαρχίας», όπως λέγει ο κ. Καθηγητής (σελ. 165). Υπόσχεται όμως ο κ. Καθηγητής ότι «σε μία άλλη μελέτη μας θα προσπαθήσουμε να ασχοληθούμε εμπεριστατωμένα με το ιστορικό βάθος στο οποίο βασίζεται ο ανθρώπινος παράγοντας της Τουρκίας» (σελ. 35). Θα έχει πολύ ενδιαφέρον για τους ειδικούς η εις βάθος μελέτη αυτή.
5. Ο σ., για τα πνευματικά επιτεύγματα της Πέργης και την, εν τούτοις, απότομη εξαφάνιση και αφάνειά της ή την «εν λίθοις, μνημείοις και ιστορία» συνεχή μαρτυρία της, ιχνογραφεί τα πράγματα ως εξής, προς το τέλος του Α΄ Κεφαλαίου του Α΄ Μέρους. Γράφει: «Μέσα στην ελληνιστική εποχή που χαρακτηρίζεται ειδικά από την περίοδο στα γράμματα και στις τέχνες, η Πέργη μπορεί να μνημονέψει το όνομα του μεγάλου γεωμέτρη Απολλωνίου Περγαίου (280-200 π.Χ.), που μαζί με τον Ευκλείδη και τον Ίππαρχο στάθηκαν οι κυριότεροι μαθηματικοί της εποχής τους» (σελ. 36).
Στην πρωτοχριστιανική, εξ άλλου, περίοδο ένα άλλο διάσημο όνομα της νομικής σκέψεως και επιστήμης έλκει την καταγωγή του από την περιοχή της Πέργης Παμφυλίας. Γράφει: «Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρουν τον Τριβωνιανό, περίφημο νομομαθή του στ΄ αιώνα, ότι καταγόταν από την Σίδη της Παμφυλίας» (σελ. 43), παραπέμποντας στον μεγάλο ιστορικό του Νέου Ελληνισμού Κ. Παπαρρηγόπουλο, για να προσθέσει: «Η γενική πρόοδος που σημειώθηκε στην Πέργη τους τρεις πρώτους αιώνες συνεχίσθηκε και τους επομένους, με πρόσθετο φανερό χαρακτηριστικό την εξάπλωση του χριστιανισμού και τη διαμόρφωση της Εκκλησίας της Πέργης», τον «οικοδομικό οργασμό της» (σελ. 40), αλλά και την κοινωνική και κοινοτική πρόοδο και τον τεχνικό πλούτο της, όπως φαίνεται μέσα από τα νομίσματα και τις επιγραφές της. Γράφει: «Οι περισσότερες από τις επιγραφές αυτές ανήκουν στον γ΄ αιώνα μ.Χ. και είναι ελληνικές» (σελ. 64), στις 35 Σαρκοφάγους της Πέργης, που εκτίθενται οι κυριώτερες στο Μουσείο της Ατταλείας (σελ. 55), για να επισημάνει ο σ. ότι «ανάμεσα στα 83 ονόματα που αναγράφονται, τα 53 είναι ελληνικά και τα 30 λατινικά, μόνο δε ένα της εγχώριας διαλέκτου, το όνομα Τροκόνδας» (σελ. 64), παραπέμποντας στον διαπρεπή της Πέργης αρχαιολόγο Mansel. Ο τελευταίος ανακαλύπτει στις πηγές το μεγαλείο της Πέργης ως «Πρώτης» και «Μητροπόλεως Παμφυλίας» (σελ. 40).
Στεκόμαστε στον «οικοδομικό οργασμό» της Πέργης: Θέατρο, έργο ελληνορωμαϊκής τέχνης του β΄ μ.Χ. αι., 15.000 θέσεων. Μαζί με το θέατρο της Σίδης και Ασπένδου αποτελούσαν τα κυριώτερα της Παμφυλίας ˙ Στάδιο, έργο επίσης του β΄ μ.Χ. αι., «από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας και έρχονταν σε μέγεθος μετά από το στάδιο της Αφροδισιάδος της Καρίας, που έπαιρνε 27.000 θεατές» (σελ. 56) ˙ Μνημείο της πλούσιας Ρωμαίας Περγαίας Plancia Magna, του β΄ μ.Χ. αι., μεγάλης ευεργέτιδος της πόλεως – πατρίδος της – Πέργης, για τον εξωραϊσμό και τον καλλωπισμό της Εισόδου και της Αυλής της ˙ Χριστιανικός Ναός του στ΄ αι. ˙ Λουτρά ή Νυμφαίο ˙ Ελληνιστική Πύλη – Είσοδος – Αυλή, το σπουδαιότερο μνημείο της Πέργης, ανακαινησθέν το 121 μ.Χ. από την Plancia Magna. Εδώ βρέθηκαν τα 7 ενεπίγραφα βάθρα των Κτιστών της Πέργης, έργο του γ΄ αι. π.Χ. ˙ Αγορά της υστερο-ρωμαϊκής εποχής, που αναστηλώθηκε το 1979 από την αρχαιολόγο Jale Inan. Δεύτερος Χριστιανικός Ναός, του στ΄ αι., επίσης ˙ Λουτρά, Γυμναστήριο ή Παλαίστρα, αφιέρωμα στον αυτοκράτορα Κλαύδιο (41-54 μ.Χ.) ˙ βυζαντινή Κινστέρνα και βυζαντινό Κτίσμα στην Ακρόπολη ˙ εξ Χριστιανικοί Ναοί, 4 στην Κάτω Πόλη και 2 στην Ακρόπολη, όπως προμνημονεύθηκε, και τα παρεκκλήσια των βράχων στα βορεινά της Ακροπόλεως, τέλη στ΄ και αρχές ζ΄ αι. (σσ. 56-59), χωρίς ακόμη να έχει προχωρήσει η συστηματική έρευνα για τα χριστιανικά μνημεία της Πέργης (ενν. ως το 1979, όπως είχε υποσχεθεί ότι θα το πράξει η τούρκισσα Αρχαιολόγος J. Inan, σε διάλεξή της, στις 2 Μαρτίου 1979).
Η έρευνα του σ. στα νομίσματα και στις επιγραφές της Πέργης, ωσαύτως, αξιομνημόνευτη ˙ προάγει τις γνώσεις μας «για την ιστορία της κοινωνικής ζωής της Πέργης» και για τους «δημοσίους θεσμούς και τον πολιτικό βίο» της (σελ. 62) ή για «το σύστημα διοικήσεως της πόλεως» (σελ. 64) ή και για τη ν «εθνολογική» σύνθεση των κατοίκων της στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους.
Μνημονεύονται: Βουλή, Δήμος, Γερουσία, Δημιουργός, Στρατηγός, Αγορανόμος, Γυμνασίαρχος, Σύλλογοι Εφήβων και Νέων, Ιατρός, Αργυροκόμος, Φυλή Ερμού, Φυλή Ηφαίστου, Φύλαρχος (σελ. 64), που μιλούσαν μία γλώσσα με πλούσια Αρκαδικά στοιχεία που έμοιαζε την Κυπριακή διάλεκτο (σελ. 59). Είναι, τέλος, υποδειγματικά μαιευτική ή ερευνητική προσέγγιση του σ. στην επιγραφή σε νόμισμα της εποχής Τακίτου (275-276): «ΙΕΡΑ ΛΑΜΠΡΑ ΕΝΔΟΞΟϹ ΝΕΩΚΟΡΟϹ ΠΕΡΓΗ ΠΡΩΤΗ», συμβουλευόμενος και τους: Head, Pekman, Καλλίμαχο, Πορφυρογέννητο, Στεφανίδη.
Στα μνημονευθέντα ήδη μεγάλα ονόματα των Περγαίων Απολλωνίου του γεωμέτρη και Τριβωνιανού του νομομαθούς να προσθέσουμε εδώ και τα εξής αξιόλογα από τις επιγραφές της Πέργης ονόματα, καίτοι υποδεέστερα των δύο παραπάνω, εν τούτοις διασωθέντα μέχρις ημών, ως επιφανή μέλη της κοινωνίας της Πέργης: «Ιατρός Ασκληπιάδης υιός του Μύρονος εκ Πέργης», ο «υπό Πέργης τιμώμενος βουλευτής εξ Ατταλείας», «Βαλέριος εκλεκτός Βουλευτής Πέργης», «Περγαίος Σοφιστής Βάρος, υιός του Καλλικλή» (σελ. 65).
6. Άφησα τελευταίο το γεγονός του χριστιανικού μηνύματος και βιώματος της Πέργης, ως Αποστολικής Κοινότητος, Επισκοπής και Μητροπόλεως. Ο σ. αναδιπλώνει πτυχές της «λατρευτικής ζωής» της ειδωλολατρικής Πέργης, ως θρησκευτικού κέντρου της «Περγαίας Αρτέμιδος», για να εισέλθει στο κυρίως θέμα, στην εκκλησιαστική ιστορία της Παμφυλίας με επίκεντρο την Πέργη.
Γράφει: «Κύρια θεότητα στην Πέργη από τους αρχαιοτάτους χρόνους υπήρξε η “Περγαία Άρτεμις”. Το περίφημο Ιερό της δεν αποκαλύφθηκε ακόμη από την αρχαιολογική σκαπάνη» (σελ. 65). Και «Αρχαιότερος ο Σκύλαξ τον δ΄ αιώνα π.Χ. σημειώνει: “Πέργη πόλις και Ιερόν Αρτέμιδος”» (σελ. 66). Και «η ασιατική θεότητα Άρτεμις με την άγνωστη πρωτόγονη ελληνική μορφή, όσο και με την μεταγενέστερη των Ελληνορωμαικών χρόνων ήταν γνωστή στην Παμφυλία ως “Περγαία”…» (σελ. 67).
Για την χριστιανική περίοδο γράφει: «Η Πέργη, σύμφωνα με την  αφήγηση του Λουκά, αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό των Αποστόλων σε ηπειρωτικό έδαφος μετά την Κύπρο…μπορούμε να πούμε ότι η Πέργη με τον Παύλο γίνεται η πύλη και ο σταθμός για την ευρύτερη μετάδοση χάριτος του Θεού στον Κόσμο» (σελ. 71). Και «το πρώτο όνομα πόλεως που αναφέρει ο Λουκάς στην Μικρασία μετά τον ευαγγελισμό της Κύπρου είναι η Πέργη. Από το γνωστό δε χωρίο της Γραφής, που μας πληροφορεί ότι “αναχθέντες από της Πάφου οι περί τον Παύλον ήλθον εις Πέργην της Παμφυλίας” (Πράξεις Απ. 13,13), βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Απόστολοι με το πλοίο τους πέρασαν απευθείας από το ένα λιμάνι στο άλλο, δηλαδή από την Πάφο της Κύπρου στην Πέργη της Παμφυλίας» (σελ. 78).
Και το ερώτημα, στο οποίο ο σ. απαντά με άκρως ενδιαφέρουσα και πειστική ερευνητική διείσδυση, είναι: πώς «απευθείας»; Αφού η Πέργη ήταν μεσόγεια πόλη, 13 περίπου χιλ. στο εσωτερικό της παμφυλικής παραλίας; Απαντά: είτε «απευθείας με πλοίο μέχρι τις εκβολές του Κέστρου (εν. ποταμού πλευστού) και της αναπλεύσεως στη συνέχεια του ποταμού μέχρι το Πυργί (εν. επίνειο Πέργης) και από εκεί οδικά στην Πέργη» (σελ. 79), «8 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή» ˙ είτε «απευθείας με πλοίο κατάλληλο μέχρι το Πυργί του Κέστρου και απ’ εκεί οδικά στην Πέργη» (σελ. 79).
Συναφώς, κατά τον σ., «η φράση “και λαλήσαντες εν Πέργη τον λόγον κατέβησαν εις Αττάλειαν” αποτελεί τη βάση και το θεμέλιο του όλου οικοδομήματος της Εκκλησίας της Πέργης, που έκτοτε δικαιούται ν’ αποκαλείται “Εκκλησία Αποστολική”…» (σελ. 83).
Αλλού ˙ «Η ιστορία της Εκκλησίας της Πέργης των τριών πρώτων αιώνων μας είναι άγνωστη…Δηλαδή αγνοούμε την πρώτη εκκλησιαστική της διάρθρωση» (σελ. 92). Αλλά: «πρώτη μνεία ονόματος επισκόπου Πέργης έχουμε το 314 στην σύνοδο της Άγκυρας» και ορίζεται «η ανύψωση της επισκοπής Πέργης σε μητρόπολη ανάμεσα στο 381 και 426» (σελ. 97). Υπ’ αυτήν 19 επισκοπές (μεταξύ αυτών οι της Ατταλείας και Σιλλαίου, μετέπειτα Μητροπόλεις), «σύμφωνα με τους επισκοπικούς καταλόγους», με την πλήρη αναγραφή των στο «…“Εικονομαχικό” Τακτικό του η΄ αιώνα» (σελ. 140). «Η ιστορία της Εκκλησίας της Πέργης τελειώνει ακριβώς το 1400» (σελ. 159). Μέχρι σήμερα 20 είναι τα γνωστά ονόματα επισκόπων της Μητροπόλεως Πέργης ˙ 20ος ο νυν «Ευάγγελος Κ΄ αιώνας, 1970- » (σελ. 159-160), δηλ. ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού, ο οποίος εμπλούτισε τον Επισκοπικό Κατάλογο Πέργης με άλλους οκτώ επισκόπους Πέργης (σελ. 158).
Γράφει γι’ αυτό ο ίδιος: «Ο τίτλος του μητροπολίτη Πέργης μετά από απουσία εξ περίπου αιώνων επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο της ζωής της Εκκλησίας. Η Διοικούσα Εκκλησία έχοντας υπόψη την παλιά αίγλη και την Αποστολική αξία της Εκκλησίας της Πέργης νίκησε τη σκληρή ετυμηγορία της ιστορίας και ξανάδωσε τον τίτλο αυτό από το σωτήριο έτος 1970 στο συντάκτη της μελέτης αυτής, εκλέγοντάς τον στην αρχή ως “Τιτουλάριον Μητροπολίτην της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ιεράς μητροπόλεως Πέργης” και το 1976 ανυψώνοντας “εν τω προσώπω αυτού” με ιδιαίτερη Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη την ιερά μητρόπολη Πέργης στην τάξη και στην τιμή των “εν ενεργεία” μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου» (σελ. 114) και με την «εξαρχική προσωνυμία της “Παμφυλίας”, ύστερα από εξ περίπου αιώνες (1400-1976), που δόθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1976 στο μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο» (σελ. 120). Και όλα αυτά παρά «τας περιπετείας και τας ιδιοτροπίας της ιστορίας» (σελ. 198).
7. Συγκλονίζει όμως τον προσεκτικό αναγνώστη η γραφίδα του νυν Μητροπολίτη Πέργης Ευαγγέλου, όταν αυτή περιγράφει ότι «μετά τον στ΄ αιώνα, η πολιτική ιστορία παύει να αναφέρει την Πέργη, πράγμα που οδήγησε και στο συμπέρασμα ότι η πόλη ερημώθηκε απότομα από σεισμό» (σελ. 42) ή ότι «η Πέργη εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της ιστορίας απότομα. Και πράγματι η άποψη αυτή πρέπει να γίνει αποδεκτή ως η ορθοτέρα» (σελ. 41). Ή, τέλος, ότι «από τον ιε΄ αιώνα η Πέργη πέφτει σε παντελή αφάνεια. Αδιαφορία και λήθη άρχισαν να πλέκουν τον ιστό μέσα στον οποίο και κυλίστηκε για την αιώνια νάρκη της. Ο χρόνος άρχισε να κατατρώει τα σπλάχνα της άλλοτε περιώνυμης πόλεως και η παμφυλική γη να θησαυρίζει στους κόρφους της τα ερείπια του ιστορικού της μόχθου» (σελ. 45). Εικονικός, παραστατικός και αυθεντικός ο λόγος του Περγαίου πολίτη και πνευματικού ηγέτη της επαρχίας Πέργης της Παμφυλίας, πριν 16 και 6 αιώνες, Ευαγγέλου, επίκλην Γαλάνη.
Η παρακμή και η αφάνεια της Πέργης έφερε στο προσκήνιο την Αττάλεια, ως «πρώτη» της Παμφυλίας, την σημερινή Antalya, πόλη και νομό της Τουρκίας. Γράφει ο ίδιος: «Μέσα στον νομό αυτό, που αποτελεί και τουριστική περιοχή της χώρας, η Πέργη είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό και δόθηκε τελευταία ιδιαίτερη προσοχή στην εξερεύνηση του παρελθόντος της και την διατήρηση της μνήμης της» (σελ. 47). Μεγάλη προς τούτο η συμβολή των αρχαιολόγων Arif Mufid Mansel, Clemens Emin Bosch, Jale Inan, Aduan Pekman ˙ ασφαλώς δε και άλλων μεταγενεστέρων μέχρι σήμερα.
Οι παραπάνω διατυπώσεις-κρίσεις του σ. επιβεβαιώνουν προβλεπτικά τα πράγματα, ως προς την Πέργη και την Επαρχία Πέργης της Παμφυλίας, ως χώρας πάσης φυλής νοουμένης, της σήμερον, του 2010, μετά μία 30ετία από την α΄ έκδοση της εργασίας αυτής. Η με γλαφυρό και αιθέριο ελληνικό τρόπο γραφίδα του σ. αναδεικνύει εναργέστατα αλήθειες, ιστορικές και πάντα επίκαιρες, για την Μικρασία, μέρος των οποίων αχνο-προσθέτει ο υποφαινόμενος – είναι ο σεμνός άνθρωπος και λόγος, στο πρόσωπο και στην ιδιότητα: Ευάγγελος Γαλάνης, Μητροπολίτης Πέργης, «εραστής της μνήμης και ποιητής του λόγου της για να ξαποστάσει στην ανάμνηση και στη σκιά του τεχνουργήματος, στην αλήθεια της Πέργης» (σελ. 5). Ο Πέργης Ευάγγελος είναι «ιδιότυπος ιεράρχης του Φαναρίου», δηλ. «της επιβιώσεως εν τη συνυπάρξει», της «ευγενείας των παλαιών» και «της τέχνης του να εξάγη τις εκ των χειρίστων δεδομένων το άριστον δυνατόν» (σελ. 199-200), όπως σαφώς τεκμαίρεται δι’ όλης της Διατριβής του για την «Πέργη της Παμφυλίας».